Ου
κλεψεις
λεγανε οι
παλιοι
Ου
κλασεις
προτιμανε
οι νιοι.
Ου
κλεψεις
λεγανε οι
παλιοι
Ου
κλασεις
προτιμανε
οι νιοι.
Στην αυλη ειμαι και παλι
ενα σκουληκι
μεσα στο χωμα
επιστρεφω σε μια
κατασταση διαρκους
αυτογνωσιας*
οταν
ο χρονος μου απλωνεται
απο τη μια ακρη της ( )
μεχρι την αλλη
και τα πρασινα φυλλα
του γερανιου
γινονται
οι παραλιες
που επισκεφτηκα
ή θα
επισκεφτω.
–
Μεσα στο σκοταδι
παλι
η ελια μου μοιαζει
με λουλουδι
ασπρο σαν αστρο
φωτεινο σαν βουκαμβιλια
ανακατευεται και με φοβιζει
η βιαιη κινηση
συγχρονισμενη αλλά ανακατη
στα φυλλα ή κλαδια της
σαν τον κοινο μας
χρονο
ο αερας λογικης
κλεβει
αφηρημενα
την απνοια και τη ριπη
απο καθε
μονο του
ante ελιας
κλαδι.
Δεν τον τελειωσα
βαριομουνα
ποια κατσαριδα
το 80,
εξαλλου
εγω μεγαλωνα
στα χωραφια
και ειχα μαθει
τον πολεμο
σε τηλεορασεις και
αυλες
–
Η αδερφη μου
διαβαζε
Πόε.
Ητανε τριων οταν
γεννηθηκα.
Τα δεντρα που
καιγονται δεν φυτευτήκαν
μονα τους
τους λακκους τους
τους εφτιαξαν
αναποδοι
λαοι
–
τα δεντρα που θα
αναπολεις
μη κλαις
στα χαρισαν οι
δολοφονοι τους
ειχαν παλαιοθεν
σκοτωθει.
ονειρευομουν μια μαχη
γυρω απο το καστρο
20+ χρονια πολεμος
και με το πλοιο εριχνα
βομβες σιδηρου
στρογγυλες
για να κερδισουμε
τους εχθρους
οπως στο νετφλιξ
–
μετα καταστρεφαμε, την
πολη λεηλατουσαμε
βγαζοντας ολα τα νεα “γραμματα”
τι ντεμοντε
σκεφτομουν
απο τις προσοψεις των
σπιτιων
στους δρομους
ξενων
ονειρευομουν,
Την αγαπημενη μου
τη γειτονια
εσενα να θα
επισκεπτομουν.
—
πως εγινες τοσο διαφορετικη
και οι γειτονες οι ιδιοι
ή πλεον
στωικοι.
Γιατι προσπαθεις να με πεισεις
πως εφταιξε καποιος
οταν ειμαι σιγουρος
πως εφτιαξες εσυ και
εφτιαξα και γω,
μα δεν στο λεω αυτοαν
εφταιξε
κανεις.
—
Φταιει μονάχα
η χαμενη σου
τιμη
Οι αλλοι
κανουν τη δουλεια τους
Πιο σωστα
εχω Πειστει.
Νομιζω
Για τίποτα δεν εφτιαξε
ποτε κανεις
γιατι κανεις δεν
ειναι ξεχωριστος
Ολοι σου μιλουν στον
ενικο
και συ αγαπας
το
διπλανό
–
Ποιο προβατο ποιο γιδι
ποιος λυκος
και μετα
ποιος εισαι συ
μια εκπομπη
Χαμενο βοδι
στην τιβι.
–
Ακου μοναχα το εσυ
(σου λεν’ οι εξοχως ειδικοι.)
—
Ποια άλογα σε ποια τιμη
εμεις δεν παμε εκδρομη.
Ουτε που το χες φανταστει.
—
Ισως υπαρχει η Αφρική
Μια διαδρομη
και Ελπιζουμε
μου λες
να
(μην μου)
βγει.
*ο γαιδαρος, το αλογο το γουρουνι και η στανη
αΦου Σε διαβασα
βατραχους εβλεπα μες στο ιντερνετ να
συνασπιζονται
ή στο Σπασμενο σημερα,
Τηλεφωνο ο χρονος σε σκιες
Εξτρα το φυλλο μίας συκής και κανναβις
να κρεμεται
Επι σκηνης
να ραβεται
κι οι ηρωες σαν απλανες ή εποχες
ή αληθεις.
Οπως μπλεκει το ενα γραμμα με το αλλο και κανουν μια λεξη που κανεις δεν καταλαβαινει και ολοι επαναλαμβανουν.
–
Χωρις ποτε να αποτυγχανουν\
ουτε οι λεξεις ουτε αυτοι
(ουτε οι αλλοι
στη σιγη)
–
ετσι Η λογικη και χαζομαρα
η προοδος κι μανα γη
το μισος κι αγαπη
η οποια αληθεια και η μη
χωρις πηγη
Ζυμωνουνε τα συμφωνα
ολημερις
Στις μερες
μας
Μιγαδικο τυρι το σαντουιτς
τριγυρω μας αναρπαστο
Χωρις ψωμι.
Μονα τα δοντια μας και μεις.
Στην επιδαυρο
Χωρις να τη δω θα πω το μονο
οτι αφησε
Σημαντικο
Τα σκουπιδια ειναι μαζι μας
Διαμαρτυρονται Στον
Αυγουστο τον τριτο
Εικοστο.
Ο ανεμος φυσαγε το κιτρινο
Μεσα στο μπλε
Εστειλα το τσιγαρο μου να σβησει τα ξεροχορτα
Περιμενα για λιγη ωρα
Και μπηκα στη συντηρηση.
στο Αναποφευκτο.
Τι πυρκαγιες θα τις δουμε καλυτερα
απο Μέσα.
και μεις γραφαμε ποιηματα
αλλα ποτε δεν
γραψαμε για εμας.
—
εξαλλου δεν ειμαστε
καποιοι.
και χουμε πολεμο
–
τοτε Θα περιμενω τη σειρα
που θα ανακαμψει ο ηλιος και
–
Στα υποστεγα της πολης
μας
Μακρυα απο μας
θα ειμαστε μονοι μας
εμεις
υπο σκια.
Μες στο σκοταδι
η μουσική
δεν κατεβαινει
νεκροι ιπποτες
το ενα χερι χτυπα το αλλο
γραμματα και γω
πατω
—
το οποιο ποιημα
που μεγαλωνει την αποσταση
οταν μικραινει ακολουθω τυχαιες
τεθλασμενες για να διαφυγω
οπως το πνευμα
σενα πηνιο
–
και μεσα στο βραδυ
οπως τα γραφω
δεν τα εμπεδωνω
αγανακτω
–
και η μουσική
συνεχιζει
μεσα στο βραδυ
–
κοιταω τη ραχη του ουρανου
σκετο σκοταδι και χιλια φυλλα
στον ουρανο μου
ειχε γερακια
ε-τυχε να μαι
και γω
στραβος
—
οπως το πανω
να ενα δεντρο
που ανασαινει τον καιρο
μερα τη μερα
χτυπα το πληθος
τοσα τζιτζικια
κι
ο ουρανος –
μετα κορακια
–
κι
ο-αποκατω
α-οχαζος
ο α-νθρω-
πακος μες στο σκοταδι
το καθε βραδυ
κοιτω και γω
–
χιλιαδες βομβες
στον ποταμο
πεφτουν στη πολη
πετρες στο ρεμα
νικα ο ηλιος
σκετες οι λεξεις
τις δαπανω
–
δε μενει μια
να μου το πει
πως σταματω
–
σκετο καιρο
“το δαπανω”
πληγμα
και δογμα
μεγα κακο.
Η νυχτα ηταν σιωπηλη
μεσα στο μαυρο λουζοτανε
ολοκληρο φεγγαρι
Ε
γω ειδα το μισο και τρομαξα
με την οψη που ειχε παρει
πισω απο ταδεντρα φωτιζε
τον υπνο που
επιβαλλει η εποχη, η προηγουμενη
πληγωμενη νυχτα, το περιβολι
με το συναχι ή το στομαχι
του αγρου.
Στα λογια
ανακατευτηκαμε παλι
σημερα μα φαινεται πως τα
πουλια απουσιαζουν
Δουλεια κανει μονος ο ανεμος στα
δεντρα κι ολα
στο πατωμα γυριζουνε στη
θεση τους.
Σημερα με κυνηγησανε περιεργες μορφες
τις ειδα μες στον υπνο μου
γυμνες, μονο το προσωπο,
και η παρουσια
ψευτικη αληθινη
οπως τα γραμματα στις λεξεις
πανω μας.
—
για να ολοκληρωθουνε οι μορφες
μου δειχνουνε το θανατο
μου
ευτυχης
τις αγνοησα και
περιμενουν
ανολοκληρωτες.
—
ομορφη ημερα σαν
ξημερωνεις Τα
παιδια μου.
η γατα μυρισε τα
τσιγαρα
με κοιταξε στα ματια και απελαυσε
τη μουσικη
a poem without words
μια γατα διπλα σε μια πολυθρονα κατω
απο τα πευκα γλυφεται
με αλφα γιωτα
–
θα ριξω νερο να δροσιστει και θα την αφησω στην αυλη να
κοιμηθει
με εψιλον γιωτα για
αλλαγη.
—
το νερο παλι μας ξεφυγε
η γατα εφυγε
βγηκανε αραχνες κι αλλα
εντομα του ουρανου στα
ραδιενεργα νησια
η γατα γυρισε σαν
κατι ακουσε
σαν φευγαμε σαν
στολιδι ζωντανο στους
τοιχους μας
παρα-κολουθει σαν
ζουμε.
και καλυτερη γκομενα
η σημερινη
με τα βραχυα και τα ποταμια να λιωνουνε στα μαλακα νερα της
χαιρονται το σκακι ολες οι προηγουμενες μας εποχες
και τις αδολες βουτιες στο σημερα
η Δαφνη.
–
ενας φακος στην
παραλια οπως τη θες
με τοσες τρυπες και σκιες
κι η Παναγια σταζει.
Με τα κουνουπια
τα παω καλα
Με τσιμπανε και
αισθανομαι λιγο
διαφορετικα
ή τα ιδια με
ολους τους
αλλους
Ο χρονος στην κατσαρολα
σαν σταματα, και γευσεις σαν
γκομενες
ενωνονται
οταν το κρεας σπαει
και το ρουφαμε απο τα κοκκαλα
σαν ευτυχια.
Θα ηθελα να κρυφτω σε ενα
σωμα γυναικειο
να απαλλαγω απο τους φοβους μου
για να μεταμορφωθω σε εργατη
ενα απογευμα
θα ηθελα να βγαλω τη πολη απο
μεσα μου
και να την κρεμασω στην ντουλαπα
για να γουσταρει ο ουρανος
καποτε
που Θα ηθελα να μην ηθελα να
ειμ’ εγω.
Οπως θελανε ολοι
κιτρινο χαρτι σε ομαδες απο
μαυρισμενα εξωφυλλα.
—
Γυρευουν να τις γεμισουμε
κομματιασμενες
εκληπαρουν
Μονο το χερι
Τα κενα.
–
Αραγε και γω
ισως
γαμησει.
τελικα.
Ενα φεγγαρι κοκκινο
οπως το χωμα
το χρωμα του ουρανου
δεν συγχωρει
ποτε
–
το χρωμα.
Οδηγειται απο αερα
μες στο σκοταδι
για να ερθει στη μεση
αυτου του δρομου
που ανεβαινει
και να φτασει τερμα
ή στην πορεια
να
ενα τιμονι
ολο στριμμενο
στριψτε και σεις
το
μεταφορικο
ειν ενα μεσο
σαν:
—
“Επεστρεψες
σαν εψαχνα τον δρομο
ανακαλυψα εσενα
με το τιμονι και τον δρομο
και τα αλλα αμαξια
συντροφια
στην γραμμη που γινομαστε
αριθμοι σαν μια σειρα
η ταχυτητα παντα πιο κατω
να
τρεχει μονη και ελευθερη
και εμεις να ακολουθουμε
το μετα”
—
Στο δρομο μας
χορευουν
γραμματα
σαν
να
γραψαμε
ενα ποιημα
ολοι μαζι
οι οδηγοι.
–
Mη το γελατε
απλως
αυτο
εχει κι αξια
πραγματικη.
Καποτε εγραφε το χερι
και εγω το ακολουθουσα
καθως
κατεβαινε τη σελιδα
δεν γραφοταν τιποτα
περα απ αυτο το χερι
που διαταζε τωρα
το χερι γραφει
παλι οτι του πω
τα ιδια και
τα ιδια.
—
Καποτε απλως εγραφα
τωρα σκεφτομαι και γραφω
εκεινες τις ημερες τις κινουσε
το χερι μου
μονο του γιατι ηξερε πως τ’ αφηνα
–
τωρα γραφω ολο για μπλε
απο καρδιας
–
τωρα γραφω ολο για μπλε απο
σκασμο.
Το νερο εχει τη μεγαλυτερη μνημη
τη μεγαλυτερη αρμονια
στην κινηση και τη μεγαλυτερη σταθεροτητα
κρυβει στα πανω κατω
κυματα που μοιραζει απλοχερα
ενω αναλυεται στο χωρο
–
τοσα αλλα κυματα
μας κρυβουνε την ομορφια
του εμεις
για παραδειγμα
στον κινητο μας
χρονο.
Και η βολτα στην Ιεραπετρα
τοσο το φως
στη θαλασσα
και ο χρονος που μετριοτανε
μεσα απο πιθανοτητες
και γεγονοτα
στον αερα
–
λιγο πιο γρηγορα
ισως
τα γεγονοτα
να
μετρουσανε
το χρονο
ισως
και γω
απλως
να χαζευα
–
ισως και
ο ηλιος να
κινουτανε
στο ουρανο
–
Η επιστροφη
στο σκοταδι
απο το φως
στην εξαρτηση απ
τους τοιχους που
μας περικλειουν παρακαλωντας, τελος
και η εξαρτηση
απο εσενα
και απο μενα
μεσα σε σενα
ή στον καθρεφτη
που καιγεται
το φως.
Οι μυγες πετανε
και με αποφευγουν
και ολες τις εχω
σκοτωσει ολες.
Τωρα βλεπω δυο
μηνες να καθονται στον
καναπε και να με κοιταζουν
περιφρονητικα
η Ιουλια και η Ιουνια
οι μυγες της καλοκαιριου*.
—
Τα πουλια μπορει να ειναι φωτονια
οι ανθρωπου λεπτονια
τα δεντρα Χ
Εστω οτι παρατηρουμε τα
σωματια
–
Τα πουλια ομως σε αυτο το
συστημα δεν μπορουν να παρατηρηθουν
χωρις να αλλαξει η συμπεριφορα τους.
κινουνται κβαντικα.
–
Μελεταμε μια δυναμη την οποια
υποθετουμε
–
Τελικα
φυσηξε
*της Δαφνης
Ο μπαμπάς μου έχει
αμερικανικο κατσαβιδι
και γω το ενΑ πόδι
Στο φεγγάρι
Και το καλοκαίρι
Βρέθηκε σε εναν άλλο κήπο
Πιο κοντά στη θάλασσα
Kαι στον Ουρανο
Πιο μέσα απ τις ψυχες
Χωρίς τα πεύκα το
Παρελθόν πριν απ τα ζωα
Και τους ανθρώπους
με τις Γάτες πολλες Να
Κρύβονται στα ορια οι
Xαρακτήρες
χαρακωμενοι Ηλιο
πριν γινουν εαυτος ο
Πολεμος
Με τον ιδρώτα στο κεφαλι και Η
γη πιο ζωντανη στη
Μεση της ημέρας
—
Και απ τα γερανια μεινανε
Οσα ειναι κοκκινα και
Φετος
Τα γιουκα δε γυμναζουνε
σπαθια
Μόνο κορμούς σε ξυλο
Και ο καθρέφτης είναι ιδιος
Σε αυτόν τον χρόνο
Με το ομοίωμα που προσκυνα
—
Εδω χει γειτονες από ηχους
Και στα χαρτιά έναν καιρό
Η εποχη
Και το παιδί με τα αστέρια
το ξενυχτά
—
Το δάπεδο τα ξέρει όλα και γώ
τα φύλλα της ελιας
κοιταζω
αν φοβούνται δέντρα
τα χαλια
και Που γυμναζει αραγε η πόλης τα
σκαλιά της
—
Επαναλαμβάνονται οι συστολές
Εγώ πατησα έναν φίλο με
κλαδιά
και ένα κεφάλι ράχη
όπου και κρεμομαι
Η πτώση
–
Και πως μεγαλώσανε τα φύλλα
της ελιας
Ίσως γεράσουν τα σκαλιά
ολοι θα ψαξουμε μιαν άκρη
τα χαλια να
καίγονται αρχιδια
μας
στα χορτα
—
Η Εξοχή μας μύρισε
Φωτόγραφιες της ζωής
Πιο μεσα στις ψυχές
Ανακατεύεται ο χρόνος
Κάποιοι τον γυρίζουν ξανα
κι οι άλλοι
χαιδευουν το λουρια.
Να μην Ανακατευεται με τον δικό τους
Φοβο.
—
Άλλη Ανάσταση εποχών Η μουσικη
που δεν φοβάται Και που κερνάει
υποταγη
Τι φαση.
Οπως
Περναει το γερακι πανω μου
Μεγαλα συμβολα
Γραφω Διπλα μου
στο χωμα
Nα ταφει
—
.
ετσι
Στο μπάνιο στην αυλή θυμήθηκα πως
θα έγραφα
Να μην
έχω καράφλα
Να μην πηγαίνω
στον ψυχίατρο
Και όλα τα καλά όπως αυτοπαρουσιαζονται ή
είναι
Περιττά.
Τα Aγριόχορτα
Πετούσα στη σακουλα
Τελικά
Πεταχτηκα και γω
και Δύο γιγαντιαίες αράχνες μπανιο κάνανε εχθες
Στο ιντερνετ
Φαντάζομαι τελικά θα βαψανε τα νύχια τους
Άρα μπορεί να
Αγαπηθω
–
Για την παραλια δεν είπα τιποτα
Πολεμος
Μην είσαι άνθρωπος
Επιτέλους
Δεν μπορω
Στην παραλία χωρίς σεξ
Θέλω να γράψω
Ένα νέο ποίημα
Να μην λέει τίποτα. Καινούργιο
Μια δοκιμή
Ήτανε
Τελεια
.
Αποθήκευση.
—
Τελευταία: τελευταία
Μόνο κοιτάω τα δέντρα
Προσπαθώ να γραψω μια λέξη
Δυσκολα
.
Ύστατη λύση την έδωσε τεχνολογία
.
Αυτά τα συστήματα σκέψης.
ακουνε καλα οτι τους λεμε
και μετα τα γραφουν
Μονο ο λογος.
Αφίσα αφίσα φυσικά αφίσα
Αφίσα τις σκέψεις
Τις πιο δυνατες σκέψεις που θα εβρισκα να γραφτουν
Απ τον υπολογιστη.
μετα σκεφτηκα
πως ειμαστε ολοι κλαδια
απο τον ιδιο κορμο
σε ενα δεντρο
και πως τελικα, χωρις
να ειχε ιδιαιτερη σημασια για το δεντρο, το χωμα η τον ουρανο
ολα τα κλαδια και οι βελονες τους δειχνουνε
προς ολες τις κατευθυνσεις
γενικα
–
και αφηρημενα
υστερα σκεφτηκα πως
ολα αυτα μπορει να ναι
λαθος.
Θελω να βρεθω στα
οριζοντια κομματια του
κορμιου σου σαν
μια μαζωξη των εαυτων μας σ’ ενα
εσυ
καποιο σημειο του
τρισδιαστατου χωρου με
τον δισδιαστατο χρονο
αλλοι λεν
πως ειναι η ερωτικη επιθυμια
εγω το βλεπω τωρα
ως αποσταση.
1.* μετα μίας η δυο συζητησεων
Βλεπω τα μυρμηγκια
τις διαδρομες της ζωης τους
οπως μια μπαλα
που γυριζει
γυρω απο τον ηλιο.
–
Τι θα ητανε ο χρονος
αν η μονη κινηση
ητανε αυτη η περιστροφη.
Ανακατεμενα τα πρεζακια
με τις δοσεις τους
μεσα στην σμικρυνση της ζωης
πληροφοριες που κολλαν
και αγκαλιαζονται
ενω αλλες πετιουνται
στη θαλασσα
σε εισαγωγικα
—
το πληθος ειχε παντα
δικιο.
Βρεχει;
Εγω;
(Εδω) ειπαν θα
βρεξει.
(ανθρωποι και σχεσεις παντoς καιρου και με μακρύ ωμέγα)
Στο μυκονακι*
είπα νερό
Και έπεσα στον ουρανό.
–
Κατεβηκα τις σκάλες όρθιος και κοσμο
γνωρισα
Μιλώντας μόνο για εμένανε,
χαζε,
που δεν μιλάς καθόλου.
–
Υπεύθυνους ανθρώπους
άνθρωπους*
[ εκεινους με τα φρουτα ]
–
οπως τo Ρε μες στο νεΡο
Τον ουρανο.
[ στη σκαφη ]
–
Μια ομορφη γυναικα διπλα μου
[ το χερι της που κρεμεται ]
Τον δρακο μου να πνιγεται
στην πολη φαντασμα
Το βερολινο μεσα μου
μισοκατοικημενο
–
Και το υπόλοιπο εγώ
σε σάς παρατημένο.
Εκεί που σκουπίζετε τα ποδια
Πριν μπείτε σπιτι
–
Αιώνιο το πνευμα
Φυλακη.
–
Περπάτησα το στερεο
Απλως μου σέρνει τη πνοή
Σταθερή
σαν τον επόμενο σταθμο.
Η θαλασσα μυριζει φαγητο
Και στη στεριά τι μένει.
–
[ τα καμενα ]
(χερσαια ζωα και φυτα)
Πνιγώ καιρό στη μουσική*
[ τοσο καημο στον κάβο ]
Περιμένοντας ένα λιμάνι να μου ρθει
–
Και τον καιρό κοιτω αντί Λουλούδια,
που περναν
Πως Χαίρονται οι μέρες μόνες τους
Και απλώς τις ακολουθώ με
Λέξεις
–
Τα λουλουδια
ειτε με γιωτα ειτε με αλφα γιωτα
πνιγονται
και παθαινουν εγκεφαλικο.
–
3 επαναληψεις,
Τυχαιοτητα σε καθε περιπτωση,
και δεκαδικα ψηφια,
καθε λεπτο,
μονο μετραει μοναχό.
*ηταν ενα δρακος πολυ-πολυ μεγαλος / ηρθε και μας βρηκε στην ακροθαλασσια. / ειχε μια κοιλουμπα και ουρα μεγαλη / τσουληθρα για να κανουμε ολα τα παιδια (Δ+Ν).
On Sat, Jul 8, 202, 11:41 AM , wrote:
Ολος ο Ρεμπώ χωρά σε μία χούφτα με νερο αρκει να τρεχεις μαζί και εσυ
Το νερό κιο ποιητής.
Τον ειδα.
Κανει ακομα βουτιες νέος πολυ
λίγο σάν πανκ
Όλο χαρά και πιο ψηλά
Κιόλο φοβάται και πιο πολύ
Όταν πέφτει, διπλώνει τα πόδια
Στην καρδιά, να μην παγωσει με
Τον φίλο και άλλον ένα που
σΤην εξορία μας γελαν
Η κοιλια του ειν ίδια με τη βία που διαφεύγει της αστυνομίας
Και ο ιδιος λίγο η πολυ αναρχικός οταν
Απο τα βράχια βρεχεται.
Τη μαμα του προλαβαίνει, της κόβει ένα χέρι απ το περίπτερο. Μετα
Αναρτήθηκε πως δεν εφαγε σήμερα ο ουρανός κΑι ο Ρεμπώ,
Απελπισμένος, Βαζει σενα μπουκάλι ένα λίτρο με νερο,
το πινει. και
Να βρεχετε τα ποδια σας, φωναζει
Πριν το αμάξι,
οδηγεί την ευτυχια,
ο Ρεμπώ.
Στο μυαλό
του ειν οι τρεις
Στο πατωμα
Λίγο ευτυχης
Πίνουνε κόλα κ ρετσίνα.
Εκεί που
Φύγαμε
Ή μείναμε
–
Λακεδαίμονο
λακεδαιμονή
(ς).
Ρεις, Χαιρε Ήρθε ξημέρωμα και Τοιαύτη τη (χ(λ))ώρα Λέγετε καινον τι,
εγω κακο,
Εστι κανένας
Να μου χρωστά
στα ‘λληνικα
Η να κοιμηθω ξανα;
Ο ήλιος δύει βρε Χαζο,
η εφντιει ανακάλυψε την επόμενη ασθένεια
Εσυ
χωρά ώ-δυνατόν ει εν
Ρεμπώς ανΙσοπεδής
αΟύ’πορείς
μες στο”νερο
και δις.
On Sat, Jul 8, 203, wrote:
:
Στον καθρέφτη σ’απορείς
Αν η απεναντι εισαι εσυ
Αν σε χωράει όλη της
γη
Η περιφέρεια
Και αν θα το πει Ε-
σύ μοναχα, Βαφεις το νύχι
και τη ψυχη
Παίζεις Στη τυχη
Μία ψυχούλα όπως και ούλα
πουλας στα πλήθη
τΑκολουθας όχι φασαιος
Είναι ένας ογκος ΕΕ-
εσυ
μαμα μιά γης
Ο τελευταίος
–
Όλα μια μπάλα
γινεστε σφαίρα
όλη στην τάξη
επιτυχια
–λίγη ελπίδα μια μόνη τριχα
αχ εφηβεία
Δες καταπράσινη δες αν μυρίζει
Η αν μαυριζει
–
Και λες στην πλάση τα είδες όλα
Έχεις τελειώσει, του θανατα
Και ολη ευθεία σακολουθεί αν και τελείωνει
μεΤα πουλια
Που βλέπουνε τον ουρανό
τελος σειράς να ακολουθα
τέλος ρωτάς και τη Χαρά
Ε-Μείνε μια πιπεριά
ήτις
Ε-Φάγες μια κοπανια
Εξού και γω ο
εμετός που κουβαλάς μες τα λεπτα που νοσταλγας
*ολοι που και που το αφηνουμε
Και υστερα θα έγραφα
και γω
και ισως και
σεις
—
αλλά-
[μασΚυνηγαειΕνα]
δενΘά
οπως Παλιά.
–
αλγοριθμος – αποφαση
ή προφαση
–
το σωμα δενθα μυριζει στιχους
ή
δενΘα ακουει αλλο
με χαρα
–
και σεις δενΘα το σκεφτεστε
αλλα ουτε καιθα
yparxete (σιγα σιγα)
–
ή γενικοτερα
η Γη δεθα’ναι Για
–
διακοπες
–
μεΓαλλουσΑλλου’ΣταΝησια
τα λληνικα
–
στον οριζοντα που δυει
–
με ολο μπλε
–
σκουρα ακομη καιτα
πουλια
–
που φεγγουνε
απ’τη δυση
–
πολεισΜονές
–
μονονΕκθεσεις
χωρισΑιωνες
–
σανΠαγετωνες
–
σανενάΤ-
ί
–
dystyxia,
h
στην ψαρωκωσταινα/
μεγαλη
λεξη
να την πιεις.
—
Το Θαδέθα
Στα ισπανικα, θαδεθα
μαλλον δεν σημαινει και πολλα
ίσως και τιποτα, και δεν την ψαχνω,
Ρα
[-νια βρηκα Χαος με πανια ]
–
Έτσι και η λεξη θαδεθα
τοσο απλη
οσο χτυπανε χιλιαδες λεξεις
san τη βροχη
χωρις προτασεις μία γλωσσα
τοσο ρηχη
–
Με ορους της εδω διαλεκτικης
(“ellhnistι”)
το-θάδεθά
σημαινει βεβαια πολλα,
οπως,
στην τυχη,
λασπη και χρονος,
ανακατεμμενος μ’οψη ή μη-
οψιμη υπομονη
γαιδουρινη,
και την κιτρινομαυρη χαρα ενος παπιου
μικρου
ή την καφε αναγκη του φιλου-σκυλου
μου-γειτονα-στις-νυχτες
κατω απο το δεντρο της πρασινης ζωης
του να το φαει
πριν τις μαυρες μυγες
αν το λυσουνε
ποτες/
πριν τ’αυτι του
φαγωθει
αιματα που σταζουν καταγης
aderfia mas pontikia
–
το θαδεθα
ως νομισματα ειναι
πολλα και
παντοτε αυθεντικα
μεσακαιξω απο τα φαρμακεια
καισυ τα-καις
περιοδικα.
–
στα κουτια των θαδεθα
ζητε οπως ζουσατε
των δεθα πνιγεστε σε
[ μία γουλια ]
“νερο απ’ την πηγη”
[ μονον για διψασμενους υπηκόους νησων ]
θα-δεθά
ζέστα-θεί
το σωμα σας
μεσα στην σκηνη του νεφους
-κρυφο χιονι* μες στον κωδικα της πολης
σας-
για να μη κανετε αλλο [ σαν ]
παιδια,
ο χιονοπολεμος,
βαρατε με χαμογελα,
anasfaleies
και αλλα
υποκοριστικα
–
του δηθεν
ολοι ισοι σαν
ξεχωριστοι
[ οχι μονάχα οι εξτρεμ
fascists ]
αλλα οι-πισω-ολοι-
οι-καθε-μερα-το-ποτιζουμε
και ανθιζει λιγο-λιγο
[ μπλε ]
–
Οι Αυλικοι.
—
Ιδιως οσοι
–καμμενοι θΑ’ΜΝΟΙ ω–
θαδεθαειανοι [ αρειανοι ]
ειτε γεματοι ειτε αδεια-
νοί
θαδεθα γαυγιζετε ποτε σας
νηστικοι
–
μονο το βραδυ στο παπί.
—
* αιθεριο διχτυ, προς τιμην –