Ισως με πουλησε στη λαικη
της λυτρωσης
χωρις την ψυχωση του
εγω
απλως σε καποια φαση ειπα (πως κανω καλυτερες) ντοματες
και μεβγαλε στο μπαλκονι απανω
επτα τσουβαλια αχυρα
να μην καω
μαζι
με τον ιδρωτα της ντροπης
να μην καει
να μη κοιτας
σε παρακαλω
θα μπορουσα να ,
να μην ειμαι εγω
εδω
να
εγω αυτο
νομιζα
πως περιμενα
πως εφτιαχνα το σπιτι
αφου
ισως εκανες ερωτα μαζι μου
στις εικονες
ισως δεν ημουν στην τουαλετα μονος
σε ρωτω
δεν ξερω τι
απο ολα αυτα ή αν
ολα μαζι
μας κοροιδευουν
δεν ειναι νεο
το μυαλο
μου μπλεκεται ομορφα στις
μπετονιες της πολης
η φωνη ακουγεται
οριζοντια
το χω ξαναδει
πολλες κραυγες
στις τρυπες του εγω
μου
η ηχω
φωνες παντου
τρελος
λες
τις αγαπω αυτες της μουσικης
λες η πραγματικοτητα μοναχη
και ξερη
σαν εξισωση το διαφορετικο
λες και δεν σε ειδα το πρωι
οταν κατεβαινες τις σκαλες
με το κεφαλι
της βεραντας μου
φωναζες
στα ματιά
—
πεθαινω ισον το ιδιο οπως
το ζω
λογικα μονο παραλογα
τοσο το φως
κατω απ’τα δεντρα μου νεες φωτιες
δεν σε κοιτω
χωριζουνε οι γραμμες μας
απολεπιζουνε – γεμιζουν τα συνεφφα οραματα
τις σκεψεις μου και παλι ισως των
πουλιων
πωλουνται στην πρωτη λαικη
μας καταιγιδα
Και τι χωματα παντου
νερο
ζοχοι πανω στο σωμα μας
με αποληξεις τους στο
κοινο μας χωμα
ρουφανε ησυχα το ειναι
μας
πιστευουμε
στη σκεψη που ξυπναν
ολα τα φυλλα σου
ιδρωτας
στη μασχαλη σου η λογικη
χωριζω
—
τα κλαδια σου τωρα
ενδεχομενα
που νιωθαμε μεσα στη στιγμη
πεθαινοντας
και κακτοι μεσα απο φοινικες
και τους κορμους
μας
οι δρομοι προς το τιποτα
o οργασμος
θα διαρκεσει μιά για παντα
ενας υστατος πνιγμος
καλος μας φιλος
εσυ το ιδιο
—
ισως παλι νατανε ονειρο μίας στιγμης
ο απογευματινος μας ηλιος
εκεινο το κενο
που συ και ο νευτωνας μαζι
και γω
παρατησαμε τον ποθο
να ρει
ανεβαινοντας
σκουπιδι μίας συγκρουσης
χωρις τη λυση
ψηλα στον ουρανο
οι μπαλες ομως ειδαμε ενοιαζομαι
καμία τρυπα
η σμαυρη τυχη απαντά
και λιγη απνοια
—
δεν ξερω πως ξεμπλεκει η φωνη
απ το παιδι οταν βαρω,
τα σωθικα μου στο αντιο
παντα μαζι
η στεκα και η συγκρουση
ορμη που αναπνεαμε
κρυφη στα ματια μας ηταν απο παντα η
φυγη
και μεις την ζησαμε
μικρη αυγη και κρυο μεσα στα ματιαψου
δεν καναμε ερωτα
μαζι,
γιατι
—
Κερια κατω απο τους βραχους μας φωτιζουν
τις ρωγμες μας στις ειδησεις
τους
ξερναει μια θαλασσα μαυρη και μικρη
λιγο θαμπη
στα δυο σου στηθη στα ανοιχτα
ξεσπάτο κυμα
κατω σεσενα φωτεινο τοπιο
κρυβεται
μοιαζει με το μικρο το
λακκο μες στο στομα σου
δεν ντρεπεσαι
σε ειδα στο ονειρο και αναχωρησα
για την συναντηση
αυτη
με το παιδι
που ολοι φαγαμε γλυκα
λευκα
δικη μας ειναι και αυτη
τη θαψαμε
μες στα σκουπιδια σαν τα κοριτσια
οι βελονες ω που πονουν κι οπου πατουν
πευκών και άλλων θηλαστικών
σκυλιων αντιδραστικων
μέσα στους κηπους μας
στολιδια μιας λογικης τρελης που
γινεται πιστευω μας οπως
ιδανικα γινεται ολο το στραβο
καθως αναχωρει
η τελευταια ωρα μας
ποναει το ψυγειο,
τοσο το κρυο που το χιονι
ακουει τις πατημασιες
και λιωνει απο ευχαριστηση
τα ιχνη
δεν περνώ, άλλα αναβολικα
αλλης ανθρωπιας
την ξεπερασαμε συνολικα
και αυτοι αναβουνε μοναχικα
για να σβησουνε
μεσα στα ματια μας
αχρηστοι οσο το σκοταδι
βολη
και τα δικα τους
περιστατικα
οταν φωναζουνε το αστειο
μας τοσο ανοιχτα
ενω κι οι υπολοιποι αστοι απλως
γελαν
δεν ντρεπονται
ντροπη
αντιπαραβαλλουν τον πονο και
την ηθικη ο,τι απομεινε
μετην ηττα τους
του χαρακτηρα μας σκορπαν
οβιδες
αξιζε
μεσα στις πολεις μας
γλυκια η πεινα να το πεις
τρελοι
δεν θα το πιω
δεν θα ειναι οι πισω
οι λεπροι
απο τα κελια
μονο αυτοι,
τελειωνει
φυσικη
καταληξη οσο αιτια
οι σεισμοι
==. .==
===
==================
το βραδυ πως αγκαλιαζει ολες
τις σκεψεις μεσα στο μυαλο
φωλιαζουμε
και κλεινουν τα παραθυρα
αποπεριπολικα
τα χερια μόνα
οσο αντεχουνε πουλια
θα ψιθυριζουν οπως διψουν για αγκαλια δυο σκυλια
περιστροφα τα ματια στον αερα
λιγη η σφαιρα αναπνεει σαν
και οταν τα παιδια μικρα μεσα στους συρμους
απτα πλακακια μας
φωναζουνε
συνθεσεις για μια ερημο η παιδικη
χαρα σκαθαρια κουβαλαν χαζη τη λεν
την πιθανοτητα και χαμηλη
καμηλα ξεπερνουν νομές ιμπεριαλιστικες
απο τις διαβαθμισεις βγαινει η υποτακτικη
πιο διαλεκτη διδασκεται η διαλεκτικη ή οτι
διαταζει στο κουπλε οπως σας τυχει τα χαριζετε τα
ερωτηματικα
για απαντησεις μες στο στρωμα
ο ηλιος το βουβο βιβλιο που μιλά
εμας μαθαινουν τα
μυρμηγκια για το αγνωστο
μια πορεια σταναγκαστικα
φαινομενο η λογικη κι φιλης της η ηθικη
το δικιο μες στο απροσμενο
το προσωπειο φαινομενικα ενας χορος ο χρονος μουσικη και θεατρο
μπροστα στο ωδειο της ζωης
θα σπασει η βουη
πολλες σιωπες
μεσα στη σιωπη
στο υποστεγο εγκελαδος τροφη
και πως
μαυρισανε ολοι οι σταθμοι
παρελαση
κορακια πανε στο νοτιά
ειναι πολλα
και γω γυριζω στο ψυγειο
στανοιχτα η μουσικη
μυριζει το
φορειο στα κλεφτα
πεφτει βροχη
σακουω.
—
κιοτανκανουν ερωτα
δεν κανουν ερωτα
πιο φιλικα
αν σεβρισκα
θα σε αγκαλιαζα
κενη
και απο τα γραμματα
και τις γραμμες σου
η ψυχη
αθωα και απεριττη
σαν το λευκο που μας γυριζει
με τοσα λογια
σε δυο στασεις
το τιποτα θα μας τελειωνει
χεσε τους αλλους ανοιχτα
εμεις θα φτιαχνουμε αποστασεις
πονας μεσα στα δαχτυλα
της διαταγης
κανουνε πολλοι σαν τα μωρα
κοκκαλα και κρεας σε συσπασεις
σαν τα παταν
δεν τα μαθες
τα δυο κουμπια
λιγο ψηλα οχι χαζα
η αδρανεια ζηταει τα χερια της καγια
τι ομορφα διδασκουν
με τι χαρα με υποσχεσεις
για αναθεσεις
απλωνουνε απανω μας
τα αρνητικα
δικες μας θεσεις
ο ερωτας τελειωνει στις εφτα
μετα το συνεχιζουμε
ξανα
το πτεσμα στο
σχολειο
στο πεμπτο διαλειμμα
δυο το μι
σεαγαπω
τοκριμα δερμα
στο ψυγειο.
—
καπνος και σταχτοδοχειο
πανω στον ηλιο και
εννια
μυρισα μια λεμονια
μες στην ψυχη μου ανθισε με
ασπρα πανια με
σκουπησε σαν καστρο
και χαθηκα στου κουταλιου
το κρυο.
—
πεθανα ενω ανεβαινα
δεν τααφησα ταψιχουλα
τα μαζεψα
δεν ταφαγαν τα μυρμηγκια
χωριστα
τα τα
αυ τα τατα* που δεν
τα βλεπεις
λες
πουθενα
χωρις να θελω να εκδικηθω
το θανατο
τα θεια
περιστροφα και τις σφαιρες του πολιτισμου
απλως παρατηρησα
αληθειες τριχωτες κινουμενες στο
τοιχο τα μαλλια χτυπ2ανε στις εικονες μα
πιστευουνε ακομα στο θεο
τους τq χαζq
την κυριακη αναβουνε
κερι
οποτε, ξανα
ας μη βρισω τα θεια
τα αφρο τα μαλλια
εξαλλου
μοναχα ολα τα φωτα
εκει ψηλα
που εξυπακουεται οι ιδιοι
λιγο χαμηλα
πισω απο τις κουρτινες φαντεζι
πανω στη χροια και αποστροφος
κρυφη
η υποτακτικη
αναβουνε με γνωσεις
τα κερια
γνωριζοντας το προηγουμενο επομενο
αργοσβηνουνε
αναβοντας σεκφρασεις
σχεδον παγωμενες οι αφελειες
στο μετωπο ανικανες
για
οιασδηποτε περισταση
ερωτικου πολεμου που γνωριζουμε σχεδον
ανοητα νοηματα
απο περιστατικα και φασεις που φορτιζουνε
το τοιχο με
αναθεμα:
“τι χειροτερη αναγεννησιακη και αφελης
υπεροψια κατοχης”
“το τελειο οπλο αφοπλισμου
της πραγματικοτητας”
“τη
λενε γνωση
συνεχεια τη γνωμη τους”
“και δυστυχως
τους ακου η κυριακη”
“τοσο πολυ
λιγο το φορτιο.
η γλωσσα τα καλωδια
και η ανεραστη ψυχη μασαει
φαγωμενη”.
“το φιδι ξεφευγει στη στιγμη
το δερμα του διαφευγει
στο συλλογικο φωναζει
μοναχα μια Λαμπετη”
“θυμιζει λιγο τον πολιτικο
που μπροστα
τοσο κοινο
το ψεμανασαινει”
“λιγο αστειο
και φαυλο
απλα κοιτω σατο xazo
το μειγμα που απομενει”