ανθη

φιλη

Επειδή ντροπή ειναι να μην

Απαντάς ακόμη και στον θανατο

Θα ξέρεις


Ποσο χαίρομαι!


Ο Άδης θα μύρισε το χρωμα Σου
Και στάλθηκες για να γυρνα

Απάνω μας.

να Αιωρεισαι

Μενεις

Σε ότι αγαπω και γω

Αυτά στα μπλεγμενα σου Μαλλιά…

Και στις όσες τα ανεβηκαμε

στις στασεις

Ξεμπλέκοντας τον μαύρο ήλιο.


Τωρα μαλλια κουβάρια οπως

Μυαλά Χειμώνα μήνα

Σκορπισμένα με αισθήματα

στην ξερα


Τωρα μοναχα λογια

Και Παντου Ολα μια φωτια

για να μαυρισουμε

την καρδια της ακαρδης

γυαλιστερης

Σιωπής


Η Ξέρα που καποτε

τα

Έκανες

Υφάλους

Η΄ ζωη.

Έπειτα

δεν μου έκρυψες πως

Τηγανιζονται οι σπάροι

Τ’αλόγου μας

Μερα ή νυχτα στο φεγγαρι.

Αδυνατο

για μας

για

σημερα.


Και με ρωτας και σε ρωτω

Ποιος τελειωσε το λαδι.

Νίκος

ΥΓ,

  1. προλαβα.
  2. Μεχρι της 6. Υστερα θ’αναρωτηθεις, και το ρωτω και γω: δεν ειναι το κενο αναμεσα ή μεσα μας σκετα λουλουδια απο πηλο.

To πρωι

Ξαπλωσα σ’ενα σεντονι με υποσχεσεις

ροζ

ενα τηλεφωνο χτυπουσε μες στο μυαλο

μου

και ξυπνησα αργα.


ηταν πρωι

Το ειδα ηταν ομορφο και μόνο

απλως ταγαπησα.


ενα τηλεφωνο




Με το στανιο :ειμαστε εναμεσα στα κυμμματα

den μπορεσα να δω τις λεξεις

μονο φανταστηκα τις αποστασεις

μεσα στους ηχους του τρελου

και ειπα to amaksi μου εμενε στη μπαταρια του

εκει κοντα

οσο τη θεα διπλωνα ορθογωνια, για να βρεθω

και γω

μπροστα

να δω την πολη


ολο ενω

γινομουνα κουβαρι


[

κιομως θα

Ζω

ξανα την κυριακη

οταν τελειωνουν οι αρετες και η ντροπη

[ στο εξοχικο ]

]


αργια κανει


η ομορφη που γνωρισαμε λεγοτανε Καλή

Ζωη

θα την βαφτισαμε εμεις

με

το στανιο


μια κυριακη

ενα ξημερωμα

στην εξοχη

“: )

Στο τελος μενεις μονος σου με ο,τι μαζεψες

Κενο

1η Μαιου

ηθελε αυτΗ

ηθελα και γΩ

ενα Ομικρον μικρο

με 2 Ποδαρια


αλλα προτιμησαμε να τιμησουμε τη συναντηση

με τα παιδια

ο ηλιος στεκοταν συντροφια

εφεγγε και ολο ερχοταν

το ποδηλατο ετρεχε στις καρδιες μας

και τελος κοιμηθηκαμε με τον σουπερ μαριο

καθως χωριζαμε χαρουμενοι

μες στο υγρο του ουρανου

σαν τα γλυκα χρυσανθεματακια

που κοψαμε απτα λιβαδια.

to brady

νοσταλγω οταν εγραφα και

χαλαρωνα και ητανε

μονο οσα λεγανε στα χερια μου

η μουσικη

οι αοριστες σκεψεις

κι ακομα οσα μου φωναζε

το σωμα μου σιγα

και μενα

μονάχο του

στο στρωμα.


παντα

με ενδιεφερε

εμενανε

το μυαλο

ως οργανο

εγω

και το αλλο μου μισο

εσας

(απεναντι)

παρατηρω

ευχαριστώ

μου

δειξατε

σωστοτερα

το ημεις

και το υπερ

και στην πορεια

τις αντανακλασεις

μας μεσα στις ακτινες

μίας παραλληλης ευθειας

σκεψεων

απο το δρομο

στα ματια μας


και τα ματια μας

στο δρομο

ο δρομος στα ματια

μια ευθεια ολο

κυκλοι

οι φιλοι που γυριζουν

να σε βαλουν

μεσα


[ στο μυαλο τους ]

ή στο αυριο


ή οπως πολυπλοκα χτυπανε το

τύμπανο

του “εγω” τους

τα πουλια

τον ουρανο


παλια


μου φαινοταν σωστοτερο

πως γενικα πετανε ευθεια,

καθως περναν,

μα φιλοι τα κορακια

επιστρεφανε και φευγανε

διπλά


και τελοσπαντων

για να δουμε απ’την αρχη το τελος

Αψηφισαμε αοριστα τους τροπους

και

κοπο δωσαμε σ’ενα “αδιεξωδειο” σκοπο

κλαιγοντας ουσιαστικά πραγματα

με λεξεις

μες στο μυαλο

σε ενα γρηγορο-αργο

χορό

μεσα στο χώρο

που μας χωριζει

και μας ενωνει


μονακριβη επιληψια

στης πολης

τον καθρεφτη


εδω

που ζουμε γενικα

ολα αναποδα

και,

το πετρινο κολλημενο σπουργιτι ξανα-

σπασε


πολλα τα κομματια


μετρωνται σε χρόνια

οσα επετρεψε

οσα ξαναζησε

ξανα

στο μαυρο μαρμαρο


διαλυση


καθως διαλυονται

οι πολλοι συνδέσμοι

κατι συμβαινει

ξαφνικα

και καθετι

γινεται απλως

μερος


αντιστροφη


ενω μαλλον παντα πολλα

ενα

φτιαχνουνε το καθε

ενα


και αν προσθεσουμε

σε αυτα

και το μερος τους με το καθενα

απ΄αυτα (~)


εκει

ισως να αδυνατιζει

το

ουσιαστικο


απο προταση σε προταση

λιγο αλλαζει

[ ή απο χαρακτηρα στο κενο ]


πισω στο πατωμα

με το πουλι


ενα πετρινο σπουργιτι


στην πετρινη βιβλιοθηκη

φτιαγμενο

για να χαλαει παντα

και τα

κομματια μας

στο δαπεδο

εγω εσυ και

αυτος

και ολοι αυτοι

δυο εις την δυο εις

..

την νι

ή

ολοι στο τετραγωνο

μαζι.

παραλληλα

οταν ψιχουλα στις εξοχες φωναζουνε τις εκλογες αγωνα

αλλοι πεινασανε την ανοιξη, τωρα θα φανε χωμα,

ενω ολοι σιχαθηκαμε το αιμα μες στα δοντια

οπως και τα κουστουμια τους, δεν τρωγεται η φοδρα

γυαλιζει στο σκαρπινι τους, αμετοχη η σημαια

οι νεοι τρεχουν Διαδρομο Γαλλιας μία σφαιρα


“χωρις τις τηλεορασεις της στις πλατες της” ολοκληρη μια χωρα

εδω ολοκληρη στο καρβουνο και περασε

η ωρα

καψαμε το ψητο

μονο ο Χριστος αληθινος:


“ρεπο ξανα την κυριακή”

οταν θα τρωμε σαρκες καιμα

ζωντανων απ’την αυλη.

αλλη-λουια

ή αλι


τι ζωο η οικογενεια,

μια σπονδη

τι μερα

Στα καυσιμα ολοκληρη βδομαδα


κι αρχηγοι μ’αεροπλανα

[ τον ουρανο σε πλοια ]

ποια παιδια

ποια κλοπη

ποια ιδια.

ποια παραλληλα

ποιο ποιημα

Την ιδια μερα

Πεντε με εξι

πανω-κατω

συμφωνα

τη μερα

μεσα στον ψηφιακο φακο

μου τρωνε

λιγη απο την σηψη

των υπολοίπων

φασεων

σαν κιμωλια πανω σε πινακα


χαραγμενα

συνορα

αποτυπωμα

εσωτερικής

ανωμαλιας




απο αποσταση σ’ αποσταση

προταση σε προταση

η μία στιγμη μεσα στην αλλη


Ετσι και καποιος

με μια φιλη θα ελεγες απεναντι,

τι ομορφη,

αλλαζανε εταιρικους ορκους πιστεως

και συζηταγανε ακομα και την ηθικη

ποιος και τι

θα το κουναει αν θα ακουει τι θα φαει

εγω φανταζ/ομαι αλλά δισταζω

να την αγαπησω απο δω


αυτη γελαει

σαν παιδι


ισως μαζι παμε μονο βολτες

μεχρι το λαυριο ή και το σουνιο

αν θελει


Μετα Θυμαμαι

το “Εμεις

ημασταν στον αερα δυο αλφα και ανεβαιν-

αμε

και σπαγ-

αμε

τα ποδια μας και ποσες καρδερινες μαζευτηκ-

ανε

γυμνες πανω στα

καλωδια” του πλανου μας μυαλου


ολα γυριζουν δεν κολλανε

μα ουτε χανονται

ειναι ο νομος

της ντροπης


το παρελθον ηταν εδω


Τελειωνοντας Η γρηγορη προοδος

μια αοριστη αχορταγη και αρρωστη καρφιτσα

μας γεμισε μ’ ολο μπλε

και μένανε τα σημαδια ζωντανα και

φαινονταν γρηγορα και στους απεναντι

και πεσαμε στις τεντες και τα σπασαμε


ολα τα καφετι κι ασπρα-ροζ εδω κλαδια δεν βασταξαν,

το χρωμα


Ετσι και αλλιως φιλε

ανωφελο φαινοτανε να πεταξουμε απευθειας προς το κρασπεδο

πικρα αμυγδαλα

σε καθαρες-κουβερτες-με-αιμα φραουλας

ή σε κουβεντες σοκολατας


φτιαχνομασταν


υποκειμενα και δρα-σεις

γλυκα

το ιδιο


αν και ποτέ δεν σταματαει η πορεια


προς το ενα

πριν τη σταση


μου θυμιζε μιά φιλη


γιατι παρακατω δεν τελειωνε το ψεμα


“συνεχιζεται με ελπιδες χαοτικων εταιριων

το αυριο”


την ιδια ημερα


σημερα και χθες

ξυπνησα σε ενα γιγαντιο μυαλο

το μοιραζα σε ραγες

του “ανακατευεστε” ενω χωνευεσθε

γνωμες πεποιθησεις

ουσιαστικα αντωνυμιες

και βγαινανε γουρουνια

λυτρωμενα


γεματα αποριες

για το δερμα

την ψυχη


το σπερμα


και το ξυλο μου χτυπαω

απο καποιο τρομο μπρος στο κτηνος

που τα τρωει

πριν παω για υπνο

*καποια γενικα ουσιαστικα φτιαχνονται για να κολλαν

Α στο πορτοφολιΟ στα πραγματα

Γυρισα δυο φορες.

δυο φορες χαθηκα.


στο σημειο μου


και ακομα

με γυρευω


να με βρω


με χανω

ενω


εισβαλλω

μες στην τσεπη

μου


με κουβαλω

δεν με βγαζω

τα ειναι μου στις τσεπες


εχω δυο χερια


τιποτα

στον αερα


παντα

γερα

με κρατω

για

εμενανε

στην

επομενη μου


σταση


στην ξαφνικη

προοδο

κανεις δεν αντι-γραφει

αοριστα


μα ουτε και αριστα

μαλλον το αντιθετο

κλινει

τα ρηματα

μεχρι το σταματημα


ετσι και γω δεν μπορει να εχω υπαρξει

μαλλον θα με απελασουν συντομα απο τη χωρα

(του μυαλου) μου


αυτηδε βγαζει νοημακανενα

γενικα


Δεν γινεται να εισαι τοσο μαλακας.


Οσα τα αστερια στη θεσσαλονικη

Μαλλον ξεκινησε αγωνας παλι.


Σε δυο χαρτακια για καπνο

σου δανειστηκαν

κοσμοι απο αλλη εποχη


Χωρις ταυτοτητα ξανα σ’αυτη την πολη


οσοι πεθαινουμε χωρις ψυχη


60 χρονια αρετης σε 2 λεπτακια κοροιδιας

Χανεσαι,

αυτο το κορακι μεσα σου

δεν λεει να πεθανει

και σε σκοτωνει.

ο απεναντι.


απιθανος περιπτερας

σε κερδισε με τα λογια

και τα ματια του


παρε τα ολα ειναι δωρεαν

κι απροσωπα

κι η νεα σου ζωη,


αργοτερα εκεινο Το κορακι

το πρωι

στο ποταμι πανω στους τεσσερις

τροχους με την παναγια αγγελο

ισως ησουνα εσυ

εγω


ή παλι αυτο

με την πατημενη την ουρα

ο νεκρος τσαλαπετινος που

ζωντανευει στις ειδησεις

τι και αν

τις ειδα

μονος μου και

παλι


και ‘κεινα τα κερματα στο δαπεδο

που ειχαν πεταξει απο την πολυθρονα

στις ειδησεις μας κατω απο το

δεντρο των πουλιων,



μηπως ολα προιδεαζανε μαζι

αθορυβα

για κατι

που

ηθελες-δεν-ηθελες

ουτε ειχε διαβαστει καλα

μα ουτε και κρυφτει


οπως κι οι μεθοδοι

που χαρακωσαν

τα χρονια



μηπως ομοια και γω

κι όμοιοι

δεν ηθελα – δεν θέλ-

ουμε ουτε

ταυτοτητα ουτε λεφτα

ουτε σιωπη

μονοι μεσα στην ερημια ,

δεδομενα,

ενα κιβωτιο

λιγο χαρτι και


χιλια πραγματα –


τυπου λογικη

[ η χαοτικη* ]

μετεξελιξη

αιωνα.

*ωραια λεξη – καπου τη τσιμπησα

Αντε γαμησου

ωραια

Σε βαρεθηκα,

απ’το πρωι

ξυπνας

μετα χαραματα, εννια

οι κοτες ταϊζουνε το μελλον, και συ

στο τωρα ενα πριν

αδειαζεις ολο

πραγματα

μετα πεθαινεις στων εφτα

ενω σκεπαζεις το νερο

σόλο στο σπιτι κάνεις

σοβαδες

και οι φιλοι

ενα σκουπιδι

εισαι,

γάματα.

ακου,

γυναικες παιζουνε τη μουσικη

η περσεφονη μπηκε μεσα γατα, μ’ απτην

καρδια της βγηκε Η

φωνη

χωρις μετα

κι οι νοτες της σαν

πρωινα

συμφωνική θυμιζουν



ισως να

οι χορδες

τον ουρανο την κυριακη


ισως στο πριν

ισως μετά

με λιγο γκρι


[ μεσα σιγουρα άλλα ]


αλλά

τί, αυτα δεν σε

γεμιζουνε-

εσενανε

και προτιμας να καις

σαντο σβηστηρι της φωνης

τον ουρανο που αναπνεουμε


σαν το χαρτι της μουσικής




δειξε μου τα σχεδια

ισως να

μην


=μιλω


αν και εγω σ’ηθελα

ξεχωριστα

οπως καθε γυναικα

στο ονειρο μου


να ζωγραφιζεις

ο,τι πω


αληθεια,

δεν,

προλαβαιναμε

ποτέ


δεν χυθηκανε τα λογια μας

στο πουθενα δεν καιν

κανενα φως


καποιο

μυαλο

δικο μας


Περιττο

να γιατι κουφαλα η ζωη

τον εαυτο της χανει

οταν στις ραχες μας τα ονειρα

αδειαζει


μερες μας θα ειναι τα πουλια στον ουρανο

που ξυνονται σαν τα μολυβια, μυτερα

και μεις

σβηστρες και γομες στη στερια

[ απαλλαγες ]

της κασετινας θα

σβηνουμε απογευματα

στο δρομο.


ακους;

χιλιαδες τονους σε νερο και εναν φιλο

σενα λεπτο η

μουσική

αδειαζει

δραμα

αρχαιων αχαιών

ή πολυφωνικη μαμα αυτων,

που παντα

κλαιν ενα θα

ενω το θα θηλαζει

απο’να θα θολο

διπλά.

με τον καιρο

εγω μεγαλωσα


εγω απλως

με χαραξε

η πλατη


εμενα μου λειπει ενα νι

καιμου εμεινε μονο το κο

κο και αν

τι μιλω?

ακους

τα κο-ρακια μας

μας τριγυρνανε

μοναχικα

η πολη η

αυλη

κουπλε

οι κοτες

και τα δυο

παιδια

θα,

σβησαμε

ευτυχισμενα

οπως


οπως

τα γραμματα

στη μουσικη,


[ οπως τα ξεχασα

οπως τα φυλλαξα

στα γρηγορα,

οπως ολα ]


στο μετα


οι σποροι μας

στο δαπεδο


το εμβρυο μεστο

αυγο


ή η σιωπη

στο πληθος


ετσι μαμα


παντα ενα θα

θα ξυνει

την πληγη

ή πιο σωστα το θα

εγω

μαμα

εσυ

το κητος.

*Καταχρηστικά στην Δεσπ, που

αγαπω,

μια χιμαιρα των ουρανων

αναποδα

μεστον καιρώ

ροκε ή ατι-τλο-

αντε στο διαολο
που πας
θα΄ρθω και γω

Αερα σκετο

Φουσκωνω τα ποδια με

αερα,

λαστιχο μαυρο και

βαρυ


[ το γλασο ]


Αλλοθι ζηταω για να

σκασω

ροδες μίας αχαρης

ζωης


[ σαν χανω ]


Ωραιο το τελος της

παρεας

τρεχαμε

και γελαγα,

μαζι


[ στο δασος ]


Το δεντρο

κοιταει να με ριξει

η μπαλα ειναι

στον αερα

δυο φιλες περιμενουν

να τριπλαρω

καιγω σπαω

σαν κλαδι


[ ο κατω ]


90-και σηκωνεται,

μπαλα ψηλα

Η τρίπλα χρόνια γυρνά

στροφές ολόκληρη τη γη κανει η σελήνη

πάντα ένα θα

σκάει μπροστά


[ το πλανο ]

Συνθηκη θα

χαναμε.


[ ή πραττω ]


οποτε

Και Η ατμοσφαιρα

μετα

παντα μετρα


σε δεπτερολεπτα


[ το πιανο ]


Πασα δεξα

ενα, περνα

η Δαφνη

με το εξωτερικο

κοιτά αναποδα

οπως θυμαμαι

δυο, και τρέχει

αριστερα

κοβει η Μαρια

της την εχει δωσει

η Δαφνη

τρια το σουτ με

το δεξι \


[ το γραφω ]


Σιδερενιο

γραμμα

οπως σπαει

στα τεσσερα το

γάμα

καθε πρωι


[ το λαθος ]

Κεινο το αναψυκτιδιο, που λεγαμε,

που ειναι

θα το πινα και ας γινομουνα

ενα απτο φραγμα

ευλαβικο

παπι


[ με παθος ]


Aμυνα βγηκε τελικα

κολλημενοςπισω ενας μπαμπας-

αριστερες-

μπαλες πανω

πετα

βημα μοναχα στο δεξί


[ επιτυ-

γχάνω ]

οπως

και ανω

μπαλα στο φεγγαρι και

σιγη


[ τονεο πλανο ]

Τεραστια νοστιμος

στον φιλο Γιαννη

σημερα εφαγα εναν ανθρωπο μεσα σε ενα κουτι μακ-ντοναλτ

τα ματια του [ στο μπλε ]

γινανε μπιφτεκια [ το φαρμακο μες στο καφε ]

μεσα στο στομα [ ολο το αιμα ειναι ροζ ]

τα δακρυα μαρουλια [ οι πρασινες με μπλε αντανακλάσεις σου ]

πελωριος μεσα στο μυαλο [ πλυμενα καθαριστικα σε σωματα ]

η μυτη μες στο στομα [ κοκκινη ]

μετα

που δαγκωσα [ τον εαυτο ]

[ τα επλυνε η θαλασσα με το νερο ]

και το φτυσα σε κιτρινο [ σαν ονειρο στον ουρανο ]

τον εικοστο [ στην εκκλησια τον εκαστο ]

[ τον καφτονε τον μανα αυτονα ]

αιωνα.

Μεσα στα ματια σου

[ αρρωστος
ειναι δυστυχως
ο θανατος ]

Ο χαρτης κοιταγε νοτιά, οταν

κοιτουσα-με, λιγο

και η στερια, η ιδια

τα πανω σου, σαν

ανακατεμενα σιδερα η ταξη μας και

χωρια, απανω κατω σου το

πορτοκαλί, σαν χρωμα,

ειναι λιγο, το εμεις

θελαμε να

να δουμε λιγο ηλιο

[ ελεγες ]


λιγο και το ποτο

οπως τα ζω μας που

ξεχυθηκαν

στο ξυλο,

παρεα, χαμενη ομορφη,

στη διαπασων

[ τεκνώ ] τω

τιλιω

ισως μετα, η υπομονη,

το περισσευεις, πινω

σβηνει

και

η φωνη

χωρο και εισπνοη

το

αγαπω

[ δεν ε-σπασε ] α-

φηνω

στις ανηφορες που κατεβαινουμε θα

περπατω

εσυ θα σμιγεις με τις καμπιες μας

κιο τριτων μας εκ των

θηβων


γελας γελω

και-γω μετα

πενθων

το κρινο.

εικονες

Ολοκληρος.

αναπηρος

απο αισθησεις

αλλα περι τηξης

και λοιπων πνευστων

αρχειοθετημενος

ζωντανος

Στο τραπεζι

ενα συνολο

απο χρησιμα

αντικειμενα

και γω

ο κατω

βωθρος

τακουμπω

και αναπνεω

οξυγονο

για να επιστρεψει η

δυσωδια

Η πολη ειναι οι

εαυτοι

μου

οπως τους

γνωρισατε σε

σας

Τα ξυλα

καιγονται

δίπλα

και αναποδα

φροντιζουν

την παρουσια.

Η διαλεκτικη

καιγεται

σαν το οξυγονο

σε καθε ξυλο

που θα ονομασει

τραπεζι


ενα κερασι

ορεξη

τα καινε


ο διαφωτισμος

αναπνεει

ξυλα

στις

καμαρες.

οι ριζες

φυτρωνουν

στη φωτια

εκει που

η πολη

λεει αντιο

οι εξισωσεις

γεμιζουν

γραμμες

απο περισσευουμενα

στοιχεια –

πλην ζωης.

Αλατι

κρεμα και φως

τα εργαλεια που

περισσεύουνε στη

μαχη.

τα φαντασματα οριζοντας

στο σκοταδι

τα πουλια

γεμιζουν

τον αερα

αχρωμα.


Αναρωτιομαστε

τι

μπορει. Να γινει.

και η πνοη μας

υγροποιειται

στη φιαλη


“Βρεξε οποτε θες”*1

“Ναντια-Α”νν-α-

πνε-

ουμε

ευτυχως

μα(ρ)ς

λεν

δεν γνωριζουμε

τι θα συμβει

γιατι, μαθαμε

στη δραση

να αδυνατουμε

να καψουμε

γνωριζοντας

τις ριζες μας

που καινε.


τα βουνα

δεν κουνηθηκαν απο χθες

ειμαι γ’ αυτο σιγουρος

μοναχα η ατμοσφαιρα

και γω που τα σηκωνουμε

απανω τους απο

την τριβη

γυριζει

ο χωρος.

οπως και τα περιστροφα

στις πολεις τους

αρνουμαι να κοιταξω το εδω

γεματο απο μενανε

και πονους.




Αντορνο (236)

Γεμιζω χωρους

γιατι δεν μπορω να

γεμισω τον εαυτο μου

παρετημενος απο χαρες

ζωης,

ευνουχισμενος.

Αυτο αυτο και αυτο.

απο μακρυα.

η σταλα

σταζει.


Γεμιζω τον χωρο

της πολης

γιατι η πολη

δεν ειμαι εγω.


γιατι μου τα κλεψανε

γινομαι ληστης

κερδιζω

τα σκουπιδια μου


και ο ηλιος απλως

στεκεται


Στον εαυτο του (237)




Αντορνο 256.

Το αλυχτισμα

δεν ξερω

του τελευταιου ανθρωπου

εκτελω

τα βηματα

καθως ισοπεδωνει σπιτια

εγω πατω

ή-ομαι

με τη γιγαντια, εξωπραγματικη

δυναμη,

της πατουσας

που μας αποτυπωνει

γραμματοσημα σενα γκαζον

μικρα εκνευριστικα χορταρια

ανακυκλωνουνε το πρασινο

γηπεδικο

του χαρακτηρα


ο χλωροταπητας

της ταξης των

ποδοσφαιριστών

της ζωης


νικησα στο στιβο

αυτη τη μερα




Η φυγη του ανθρωπου

η πραγματικοτητα της

φυγης

και η επικεφαλιδα της

αρμονιας των ουσιαστικων

συνθέτων.

Το υπερφυσικο

της μερος /.

Η κρυμμενη

μουσικη.

–|

Ο εαυτος πιεσμενος

και πολλαπλασιασμενος

για να επιβεβαιωσει

πως ειναι ενας μεσα

σε πολλους

για να νικησει την

πιεση

να μην πεσει στο ολο

ως ενα

μονο.

Κριμα

στην παρελαση.

(ω ποιηση)



Ισως κλεφτα

ανημερα των

μπακαλιαρων

να θυμισω πως

βρωμιζω τον

τον τοπο

μεχρι

τις πεδιαδες

θαλασσων

και πισω

παλι

στα βουνα

(291 νουμερα)


Η πολη γινεται εσυ

και εσυ

η πολη

το φορεμα

ειναι

του αρραβωνα

η στολη

που πλενεται

στο μυαλο

μας

γεννιεται

παλι

μονο

το

πρωι.

Καθως βγαζει

το φορεμα

η πολη

τα στηθος της

φαινεται κοκκινο

σαν χτυπημενο

το στηθος της

πολης

που μισεις

ειναι το σωμα

που σε κυνηγαει

στο ονειρο

το βραδυ.

Οι κυκλοι γινονται

τοσο κουραστικοι

για την ευθεια

οι φυσικοι

δρομοι

συμπαντος.


Τεραστια ποσα ενεργειας

για να καταστρεψουμε

το μυαλο μας.

Και η πορεια που εκκρεμει

απο τις γωνιες

και τις δικες μας αγωνιες

για το τι χασαμε

κορυφωνονται στη

τυχη.

Εδω εχει καλυτερο νερο

καλυτερα να σταματησω.

2 σελιδες με στιλο

ειναι ενα πρωινο χωρις

μπεικον

Αντι να γραψω θα

μπορουσα να πολεμαω

να σωθω

απ’ τον εαυτο μου

Οι γατες ειναι

σιγουρες για τη

νικη των κολαρων

απανω τους

Για τις γατες το

ακουμπω ισον μιλω.

Δεν σε γουσταρουν.

Ενα συναισθημα

δυο προτασεις

υστερα μαλακωνουμε

σαν τα πλοκαμια

του χταποδιου

χωρις εγκεφαλο.

.

ενα μυρμηγκι στη σελιδα

μου ειναι ο στιλος

μια μυρμηγκοτρυπα

το ποιημα

μπλε

ανοιγει και

αφηνει

τους νεκρους

στιχους θαμμενους

μες

στο χωμα

καποτε

μυρισε

κορμο

Οταν συναντηθηκαν

πεταξανε απο χαρα

τα ρουχα τους

για παντα φυλακισμενοι

μα τωρα

το καταλαβαν

η φυλακη

δικια τους


πολης

χωμα



σκεφτηκα πως

προτιμω να

μιλαω για

τα πολλα

μεσα στο σωμα

μου για ολα

και μετα

αναρωτηθηκα

αν το εγω μονο

η μπετονια, μονο εγω το ψαρι

και πως

και μηπως

και τα δω.

*φθινοπωρο στις πεντε παρα.

*1 callichimaera later

ΒΑρυτητα

Φωτια απο ασυνδετα

συναισθηματα

του χωρου μια φωτια

το σημερα στο αυριο

σαν μία σταγονα ιδρωτα

απο αναγκη

στις βελονες του π’απλωνεται

και μαζευεται σιγα-σιγα ορθωμενη και περηφανα

και στη στιγμη που

πεφτει

η σταγονα και ως μεσο

ενα στυλ σενα πλατο

χρόνων

διπλουμενο ή σκαζοντας



οπως το σερνεται

ο χρονος το

επεκταθει


μακρυνές

θερμοτητα ακτινες

και δεσμες απ ηλεκτρονια δεσμους

μεταθετικους

χτυπωντας ατομα

απουσιες

και αντι

σα γειτονες τοεαυτο

μαζευεται σε σχεσεις

η απελεθερωση ή στο πολλοι


μια πραγματικοτητα καθολικη αρα ρευστη

βαρυτητας ή εκρηξης

οσο τα συνορα της στερεας καταστασης

μαζι

οπως επισης και της υγρης θεα

σταγονα απο τα χειλη σου

μιας δρασης

ηδονη

ισως λεξεις απο δυναμικο ή κινηση


οπως ενωνονται ψυχες

βαρυτητα και θερμη του αερα της τριβης

στο κρυο

οπως συγκρουονται

στο σωμα οι αποψεις

αγωνας με τα κοκκαλα

κοινο περπατημα ή μόνο

καθως και του αερα

του υστερα της ελευθεριας

του εκει


οτι μαζι μια κινηση

προσολους μας

σαποσταση απο συνδεσεις

σαν το ματι στις παλαμες

το ακουμπω

ερχομαστε

το παρελθον το τωρα νεο

τις σταχτες μας

να αλλαξουμε την υλη του

το νεο, αερας και οξυγονο

μια ζωη που ξεμπερδευεται

σαν κουκουναρι

καπως αχορταγα απο αερα οπως μπουζουκια

οταν καιγονται

οι νοτες του

να

ξεμπερδεψουμε μια ωρα

γνωριζοντας

αρχυτερη απο την υποταγη

καταστασης

να καψουμε

η αλλαγη βαρυτητα το αγνωστο μετα

το συνεχες

αν οχι βραδύ ουτε και πριν

η συντριβη οπως σφαγη

οπως απελευθερωση ενεργεια

στο ονειρο

μεσα απτους δεσμους των κηπων μας

για παντα

οπως χαριζεται σε μία βολτα

οπως επεστρεψε



οπως πυρηνικη ή απο συμπτωση του χωρου

παραγοντας τα σιδερα

οπως το παιδι με τη μαμα

ή το ποδι

σαν μια μπαλα η κλωτσιά

ή τη ζεστη ή το κρυο

μαθαινουμε

κυριως μεσα απο το μηδεν τα ματια μας

οπως η δημιουργος το κατασκευασμα

στο χρονο


σε μια δραση απο φωτονια με

νι ή και τα φι με μι

το τι ζητανε σολ

πλανητες

μακρυα


μεσα

να

κρατηθει

να μην

ντραπει

ο χωρος πιο αργα

η μουσικη

το γκολ

το μπλε

τα παντα για να μην

να

σταματαν,

ο χρονος απο τα ατομα

αιωνιος

πιο συντομος οπως

εγκαταλειπεται στις διευθυνσεις του εγω σας

και του εμας

ηλεκτρονια

τα τωρα

μας μαγνητης σαν

κουβεντες


δεσμευοντας

σε γυρους οι εικονες μας πουμας ποιουν

και κρυβονται

ασηκωτα σαν πισσα στιγμιοτυπα οι δρομοι

σαν τρυπες εν λευκω κενο

αεικινητα

σα λεξεις απο πραξεις μας

τα σωματα

στους τοιχους

τα σημαδια

και στο συμπαν

μας χαμενες σα τα συνορα

υπαρξεις



φυλασσοντας

μοναχα λιγες τροχιες μας στο χαρτι

ταπογευμα

αναζητώνται

παντα τοονειρο

ενα δυναμικο,

καποια θερμοτητα

φυγης

μι

α

νεα κινηση νεας συμφορησης

ελευθερη

στιγμη οπως για παντα μεσα στο μυαλο

καποτε

να καουν στη ποιηση και κρουσεις

νευρωνες

σα στη γιορτη μοιραζοντας ξανα

το χωρο στη μαγεια μία ενάργεια στιγμης

η ευτυχια κι η απουσια

συνολικα παντου

αποσταση ελευθερη να εκδηλωθουν οι

σκεψεις μας οι γυρω

μια εικονα


οχι αν-

να αυτη

χαριζεται

διαχρονικη η συγχρονη

συνειδηση

πουτανα σαν ενεργεια

ως υποκειμενα στο δινουν

ή αντικειμενα του κλεβειν

ταυτοτητα ενος ποιειν

του παιρνειν

στο θεμα μας

κυκλωματος

του αρειν με αλφα

γιωτα

μία μακετα δεν μπορει

του οχι

βαρυτητα των ηλιων τους

σαν συνταγες της δρασης τους τα μη

διπλη

σαν καυση πεπρωμενου

οπως προτασσεται

η καθε μερα απο το σωμα μας

το μαγμα πραγμα

απογνωση

τοιχωματα

και καυση στο

νερο


δικια μας κι η αντισταση

οπως το να κρυωνουμε

οπως το μοιραζεται

παρατατικα και σταματά

η φλογα

το ρευμα μας

τα ηλεκτρονια στο συνολο

χα

μένα

dar υποκωφο

να λυτρωθουν

απο εκπληρουμενη ενεργεια

βαρυτητα

στο πλαισιο αντιδραση

ή ταση

ή στην ταινια

η ταχυτητα ειναι σχετικη

απο χαρτι που καιγεται

εδω ταραζει

κυκλωματα η

κοινωνια μες στο σωμα μας

οπως τοιχωματα στους στιχους

ενα τηλεφωνο – βρυκολακας ενα ψαλιδι

ενας καφες

ο δρομος

τα γραμματα απο μικρο παιδι

τα ξυλα της φωτιας

που χανονται

η καυση

σιγα

οπως θα καιγεται

(και το ονειρο)


ο χαρακτηρας μίας ελιας, ο ορισμος της πορνης

οπως διπλωνεται

αντιστροφη της γνωσης

και του ξεπουλημενου ή μια ριβιερα μπαντα

φυση να καιγεται

το δυνατο

και στην ψυχη

πετρινο παντα θα φλεγεται εντος

οπως με τη τηλεοραση και σπιτι

ή εμας το στρωμα

οι ειδησεις

το συμπλεγμα και ξεπλεμα

σαν τον μπαμπα και τη μαμα

τη συζυγο την αδερφη

και τα παιδια

κομπαρσους

στη δραση και του ρολου μας οπως

το

γω

ψηλα αντισταση

σωμα το καθε καναλι

στη βραση οπως σβηνει οπως πεταν τα

στιγμιοτυπα

σαν περγολες ταρατσα

αθηνα

κεντρο

στο νερο


οπως το κλεβω αυτενεργεια

βραδυτητα χαριζω και επεκταση

μα με το χρονο απο την στερια

στα αερια

δυναμικο

υπαρξη δικου μας σε μία πολη

απο ψηφιδες και ελατηρια

μες στο μαγνητισμο

ή και της ληθης τη συν-υπαρξη

με τον νεκρο

το

εαυτο

το ιδρωτα ή στερευει

με τον ηλιο το

εργοστασιο του χαρακτηρα

ή σταγονα βαζοντας τα

τα δη ή και κουλουρια

ηφαιστεια ή χαρακτήρα καυση

εν σειρα

μετεωρολογικη σαν οψη καλο-πισμου,

με δυο λο

σαν τη λολη

φορεσαμε αυταρχικα

αυταρχικη

στολη

αθηνα


μα

πλακα οπως στο λαυριο

και γκαζι ρωσικο και γη ελιας

να καιμε οπως δουλευουμε

το ρημα

και οπως φωναζουμε

να κλαιμε

ή οπως κλεβουνε

το αυριο


να σταματά


το ποιημα.

*στην Δαφνη

*ο θεος ειναι ουγκω

δυο κοκκινες σελιδες μαυρο φως

Smith

επιλογη απο τον φιλο Αντωνη

https://www.megatv.com/etvshows/954983/mega-gegonota-kentriko-deltio-eidiseon-01-03-23/

Dr smith is doing well,

[ under of you ]

iron in screen, and mud of us

[our when] time just said

boom

times boom

frogs in the midst

Tissue of hair

(is it from me)

(a-train of will)

lucky as sit


chair with force

(sitting on you)

burning to thrive

(fall dow-

ry)


a blue

[is it soft pink]

smells like hell

(a really true)

locked-in tv

Exv

Πολλα ομορφα γνωρισει στη ζωη μου

τοσα που να μπορω να αμελησω να βαζω σε σειρα

ποια ειναι ποια και τι ειναι τι

και αλλα τοσα που ξεχναω πια τα λαθη

μια συνολικη ομορφια χαμενη μες στο χρονο

θα θυμαμαι

ενα σεντονι ουρανου

οπως μας σταζει

ομοιως και το παιχνιδι με το προσωπο

τα ματια

ή και την υπαρξη μες στο μυαλο

κατω απ το δεντρο απ’ οπου

και ολα τελικα

γεμιζουνε και τα

αλλα

καιγονται.

Ομοιως το

ποιημα ητανε η Δαφνη

Οταν σε κοιταζε

ομορφυνες

μπαμπα.

Να ξερεις.

Φυγανε.

Ποτισαμε.

Ξερη η αποθηκη

λεξεις.

Ervtisi

Απλως να γραψω

το σκοταδι που φωτιζει

την ωρα που περναει

και το τιποτα που κυριαρχει

στο ολο που ακουει.

Παγκοσμιος εγκεφαλος

τα δυο δεντρα.

το νερο που σταζει

στις πευκοβελονες

χανεται

στον χειμαρρο

της γνωσης

οταν προβαλλει

στη μυρωδια ενος καφε

μαζι με μια παραλληλη πνοη ταερα

ανεπαισθητα και παλι

εφυγε και ηρθε

μαντσεστερ

ή στην αγγλια

οπως αναποδογυρισε αερας

τις γευσεις μας

και το ψυγειο σπρωχνει τα βουτυρα

κρυμμενα

εξω η ζεστη στην κουζινα

στα χιλια χερια

τα ντεπον διπλα στα προφυλακτικα

η τρελα οταν ξημερωνει

και δυο σκορδα, τυχανε δα

φαγωθηκανε καποια φασολια

ανοιχτα στη κατσαρολα

λιγα μπισκοτα

λιγο το αιμα τα

μαχαιρια κρεμασμενα

ο,τι θα περιμενε

κανεις

ολες οι γευσεις

εξω απτον αρη

άνθρωποι ανθρώποι

παζλ χιλιετιών

χιλια-δυο κομματια

ουσιας κοινης

με μια δοση απο τονερο των ουρανων

κρεμάμενοι

οι πυργοι

ως λευκοι

με φρεσκο χιονι

μαλάκαμου

υφεσεις ητανεολα τα

γλυκα

λιμνη η σκεψη, μεστο κρυο

και δεν μας χεζει τοσα τα ακορεστα τα

κορεσμενο

αστειο.

Και τωρα

Ας μιλησουμε για ισορροπια

και Χαζευα το τσιγαρο σου στον καθρεφτη

καθως τελειωνε ο χρονος

και τα κοκκαλα που γυρευα τελειωνανε και τα

σκαλοπατια και ολα αυτα ειναι προζα

απο την εμπιστοσυνη μας στο βαδισμα

και ενα διακενο στη σχετικη αποσταση

και δω αρχιζει το παραλογο

καθως ετσι γερα χτυπα η ζωνη

και ισως σε εναν πινακα του Αρη

ολα να ειναι αληθινα

γιατι φιλη-φιλε μου ο πλανητης

ντυμενος φορμα λάικα ποδιά

σε στυλ αποκληρος εργατης

σε συγχρονη λειτουργια θερμοκηπιου εστι

αληθινος

μία γυμνη εικονα χωρις τις περιστασεις της

κοτζαμ πλανητης στην τιβι παντα με στρας

ο κοσμος μας

μία στιγμη του παντα η ιδια οργανο

γυνη

και την κοιτανε άνθρωποι που ψαχνουν γωνιά στο διαστημα

να στριψουνε την ωρα

γιατι τι ο χρονος οταν τελειωνει

παρα μια ευθεια


και ας αφριζει ο ουρανος απτο κακο

καιρο

τα συννεφα μας βριζουνε

“απλα νερο”

και το συμπαγες φαινομενο ναγαπας

και ο,τι αλλο απεδωσες σενα καθολικο απογευμα

και τολο μαυρο καθως τελειωνει σε λευκο

και μονο η γατα μονη της

στο τωρα στη μερια

του ολου

και ναμην δινεις σημασια ουτε γω πιστευω στον

αιωνα που κοβουμε σε δεκατα απο ονειρα

και τα μοιραζουνε με γαλα σε σκατα

παιδια

και αν περασαν που ειμαστε στο τωρα αν οχι

κει που κοκκαλα παλια βραστηκανε

και οι ψυχες τους δαιμονα γυριζουνε τους

ταφους μας /

μες στη ζωη

τ’αχορταγα σκυλια χορτασαν το μεδουλι τους

και την αιωρα του αιωνιου παλια τωρα

κοιταν

μ ενα ωμεγα διατρανο

τα δοντια τους θα κρυβω

εγΩ

ενω αυτα παλι μασαν

εσυ γελας

ερωτηση μεμας

εδΩ

και νυχτωσε νωρις το περιβολι

μας ξερασε

και τερμα θαλασσα

τερμα και αδη

Ερωτικο – πολιτικο υ[ποθεση 1-2-χι

Νομιζω πως το ερωτικο δαιμονιο προηγειται της

πολιτικης / στο αλαφρο μυαλο μου /και δυο ματια x8

μας κανει μια αραχνη / σε πλάγια προσεγγιση

μιά όμορφη νεα του βουνου/

/ την αγαπω απο αρχη / μιλω/ αφεντικο των λογων μας /

το χρωμα ηταν δικο τους / ετσι απλα πριν μας

καταπιει η μη /

εζησα στα χερια της μια αλλη ζωη / παραλληλη

αραχνη ειναι η ραπτικη /

νομιζω

oπως θυμομαστε μαζι αβεβαιοι

τη μηχανη

κροκοδειλοι κορδελες

οι αναμνησεις στα σκεπασματα

καινουργια φαντασματα μιας υπαρξης

αφρου

και χαρακτηρα σχηματα

κρυμμενα σε αλλα φαντασματα / σεντονια

μονο σε σχηματα

πισω απτα βλεφαρα / καθως

μες στο μυαλο μας βεβαια τα ματια της οριζουνε

τα παντα.

εξαλλου οπως και στην εργασια ετσι

και στην πολιτικη το ερωτικο στοιχειο

σωπαινει τους διπλο-απατημενους.

ενω φωναζουν ερωτευμενοι οι χαμενοι

ολοι τους.

Φυλη

πτηνα γροιλανδιας

(“αλμυροκωλος τονος σερβιρεται αντιγιασουσι”)

μοψηχι τουφεκι και μποτα μουσταρδας

για-μπούργκερ φερνει

και περιφερει τ

“α ντε γαμησου”

σε ασχημα μερη με-

τα αλφα φοραει

αγνωστα καλλη

μοδα πικέρμι α-

ταιριαστα βανει

α-πως ταιριαζει

κρυφα κοιταει – καγια μιλαει

μαμορφα βαρη

ψηφους ζηταει

α-

ντε κοιταξου/

για κρύσταλλους παλι

φορεμα βγανει – ηλιος χτυπαει

τουτο βασταει

12 γριλιες

και διχως λογο

τα αρχιδια βανει

οψη μπουγαδας –σε καλοκαιρινο επιπεδο–

δροσια πουτανας

και το λιβανι

τωρα μαδαει

σαλτσα βουταει

χαρα το βανει

α-λα φοντανα

στο περιθωριο

τωρα στο σταρ

το αγαπω:

ειμαι νομαδας

και κουτσομπολης

και λιγο κλεφτης

κλεινω τα αυτια

ενας ελεφαντας

λιγος στο ενα

τελικα

εσυ?

Με τα

Εμεις γεννηθηκαμε μετα

σταχυα που

καιγόντουσαν στον

ανταγωνιστικο οριζοντα

και γω αυτο

περιμενα στην πορτα

τα ολα που γνωρίζατε

τα ολα τα ξεχασαμε τα

ηπιαμε με κολλα σα μωρα

με-τα-ση-λι-γο-λι-γο-τα

ξερασαμε

τα χορτα πια φυτρωσανε

παντου

τα χασαμε τα

ολα μας ξεπερασαν

και χθες ξυπνησαμε μαζι

μες στην κοιλια

και σεις κρυφτηκατε νωρις

τα τα

ραφια λετε ειναι καθαρα

ρομαντισμος το καταφυγιο

τα θα ηθελα

μίας ζωης υποτακτικης

με οριζοντα την εφηβεια

μετα μονο της δρασης μία

ζωη ή μη ζωη μετρημενη

με κουκια αλλοτρια

αφημενα δηθεν μακρυα

σενα κρεβατι μιας

γυναικας

τα

συνορα για σκεψεις ε-

λπιδες και μια μουσικη

για να

ακουει το κουπι.

ο ρομαντισμος τοσο ηλιθιος οσο

το τρενο μας χαρουμενο

με πληθος ανθρωπου

ξεκιναει μονο

ενα πρωι .

Den

Σιγουρα μονος του καθενας

μπορει να κανει ο,τι θελει

οσο δεν επηρεαζει κανεναν,

ολα ειναι παθητικα και μενουν

δεν επιστρεφονται

ουτε ερχονται απο συνηθεια

δεν κοιμαμε το βραδυ ή τον υπνο μου

αλλα τρεχομαι στον δρομο

ή στο κρεβατι

αλλα δεν το ξερετε

ουτε κ εγω

επισης

χωρις να ξερεται

αυτο

φαινετε

την επαθαι

ποιος και ποια

οπως το χαιρετε

κατι εγιναι

(πολυ παθητικο)

το εινε

μονο

μεσο

για τον εαυτο του

για καποιον

που μιλησαι (εμεις απλως ακουμε)

οπως και εγω αφου ειμε εισε ειναι

αυτοι

εστέ χαριν της προτασης

βασικα

εικονες

η μερη

του ολου

στο μυαλο.

κ υποκειμενα προτασεων.

test

both
]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]]mild

inG Be

performed a tree

a king im

park a

lost

an

we

ΟΙΔιαταγες της συμφορας

Ακου αν θες και αν μπορεις

μπορεις. αληθεια

μια φορα Θα με βρεις στην παρεα

στα τετελεσμενα ουσιαστικα του υστερα

ή Ισως τελικα να ερχομουνα ή να ειχα ερθει

στον παρακειμενο να ακουσω

τις συνταγες που μοιραζεις στα αυτια

στο τελος εκεινης της ημερας

σε κεινον τον αερα της βαρυκοιας

μιας και αοριστος ειναι και αυτος ονοματα

ή να ακουγα τη διψα στα εξακολουθητικα του χαρτιου σου

σα θα μιλας σε ενεργητικη φωνη γιατις αναγκες

της επομενης του σημερα εμεις

τι ποτε και γιατι μία υποθεση

αβασιμη να σε χω αγκαλια στα λογια μου

απλως, ξανα, συνεχεια,

απιστή πιστη να ειναι ή θα ειχε γινει η αγαπη μας λιωμενη

ενα απογευμα υπερσυντελικο

μεσα στο πελαγος της γενικευομενης φθορας

στα πλευρα του χειμωνα που χτυπαν ακου

αν θες και δες κιαπτο στρογγυλο

παγοβουνο με ονομα συμπαθεια

καθως κινειται ανοητα στο χρονο, διχως καταιγιδα

επιδεικτικα και τελος,

με μια γερη δοση αγνοιας,

οασεις δωρα επιτακτικα κιασθενεις παντα ανοιχτα

στα καταστρωματα

να κλεινεις ή οχι στην προστακτικη μα διπλα τους

τα ματια σου τα ματια μου τα ματια μας

εγω απεναντι να μας κοιτω

το συζυγες

και ναλεγα δυολεξεις τρεις

μπορει και εσυ να διαλεγες

το ξερεις

μια δευτερη υποθεση που χαζευε για ωρα

και με προετρεψε να σου προφερω ονοματα χωρις

κουρτινες και υποκοριστικα

μπας και χωρις κανενα τονο επιλεξεις τη φορα απ τη φθορα στο μεσα μου

μια προκληση με αγωνια

με χωρις το σιγμα

ή μαλλον με χαδια που μονο εσυ μπορεις να ξε-πλεξεις

καιγοντας με ρηματα ουλες

δεν ξερω ποια ουτε και ποιες

ή μαθε τελοσπαντων

σε παρακαλω.

τελειωνω.

μια γενικευση μετα

η καθε κατασκευη που εμαθα γυρευει

σκεπασματα στο σωμα της να

κρυψει το διαχρονικο

απ την ανθρωπινη συμμετοχη

και αυτην απ το αοριστο του παρελθοντος

εγινε

μια σιγμοειδης ντιρακ να αποφευγει ολα τα αληθινα ενδεχομενα ντετε παντα θετικη στο κρεββατι της πιστης.

Telos

Poems end when the line begins

to

to fill all gaps

or three

saints

if tree

or sky

poems neverend because

there is always something behind

left

poems top liquor nor

sex

because of toxic

else.

ayto.mato. με.ακου.μπα.

θα μπορουσε να χει γεννηθει η νυχτα μετα την αλλη στη σιωπη

καθως

περιπολικα γυριζανε

τη βρισκουνε

ενα κουπι

παντα κλεμμενο

κι βαρκα ενα κουτι του δρομου του

μη δρομου αγαπημενη μου εσυ κι προσταγη

για δειτε τη μορφη που εξερχεται στο τωρα

μία μονάχα κιάπνοη ζωή μιλά σιγα του

καλοκαιριου που περασε ως του κεριου τη φλογα

και το χρωμα

που εραψες αναβοντας τον επισκεπτη με ποδια χαρτινα στον δευτερο

το σωμα τωρα βαφουμε σασκονταψε ο θορυβος απτα σωματα λεπτα

το χωμα

μπορει και ταπειρο να φανταστεις στη λιμνη που κρυβεις στη στερια

κι θαλασσα γαρ αυτη μελω-

δια πανω στα ποδια σου τα γλυφει

οπου χανεται ταστειο απτο μνημειο της περισυλλογης

χωριζουνε οι φυλακες σεκοσμους μας

τα ποδιαμας//

παντα αχορταγοι

πανω στο κυμα

μεσα στο κρυο παναπνεει

παντα κοινοι καιοι χιλιαδες οι μνηστηρεςτης και του καιρου

κοιμουνται στα κρυφα φωναζοντας στ’ αντιο του περσινου καλοκαιριου

που διπλωσε εγινε μωβ

και μπηκε στο

ψυγειο

λενε

απεναντι

πολλοι ολη τη ζεστη

στο κορμι

αν την βαστας απτο κερι του

απεναντι

θησειου.

Το σωμα

νομιζω 1.25x και τα 2 και 1.5x χαμηλοτερη η ενταση στο 1

Το σωμα μου το της ψυχης μου το αντι

στεκεται

στα ποδια του τα πισινα

χαρουμενη στιγμη μονάχη της

το σωμα παλι σα χαμενο σα κοιτα

ενα κενο μες στο φακο

αυτο που ειπαμε

φυγη

το σωμα πια βαρεθηκε να

ζηταει να αποκατασταθει

το σωμανα παρακαλει

τον ψευτη τον καιρο που ολο περνα

να γυρισει στον

ιπταμενο του τον εαυτο

σωμα που

χαιδευει το κακο

μοσχοπουλιεται ως κατι τι

ξεχωριστο

2 ποδια και 2 χερια στανοιχτα

και νερο

πολυ

στην ξενιτια

το σωμα εφυγε και παει στη δουλεια

στο σπιτι

αλογο ξυλινο ψηλο

του χαρισαν πολυ σανο

αυτο αγγουρια καρβουνο και φως

υποστεγο αναπολα

τα διωξανε και του ειπαν θα γυρισει στις εφτα

χαμογελο και γω μια μυρωδια

μία στιγμη

ενας καφες

περναει απο τη ζωη

κονιορτοποιημενη

γρια βαθια συμπυκνωμενη

τι εποχη

μαντεμι για να ζεσταθει

η φυλακη πια καιγεται απο

κοντα κορμια και στα τοιχωματα

για δες

παντα χωραν

μονο στη σωστη σειρα

(ανακατα)

σαν 8α φουντωνει το φουγαρο

καθως θα σβηνουν μια θαλπωρη

στη φυλακη

και ο φαρος ενα ενα τα καλει

τα πλοια με

εξακολουθητικατα

εμπορευματα

ολο για σεξ και ζωη χρυση

σιγα το απογευμα απογευμα

μια κυριακη ο θανατος

και λιγο ρευμα

μες στο καθε σωμα

νεα φωτια

αυτη η δευτερα

το σωμα απο τον πεθαμενο του τον νου

πια μακρυα

γυριζει λιγο μονο στα στενα να

γιατρευτει

στου σκοτους τα σκαλια

γνωριζει το χαμενο του ξανα

τον εαυτο

μισω το σωμα στα ανοιχτα

το αγαπω

μεσα στο σωμα σου

μία στιγμη

πουλιεται

και ως σεναριο ως κατι τι το

ξεχωριστο

το αλλο το

σκουπιδι δες γυριζει

κυριως στην τιβι το

με κωλο και βυζια

καιγεται και το μαντεμι

ενα χωνι απο κατω η πληγη

που ολο σταζει

φλογες

αυτο το αλλο το κατι τι

αλλατοτι

το ηπιαμε νωριτερα

μαζι με

βοτκα

του βγαλαμε φωτια

το ειπαν

καμικαζι

την ψυχη

και σωμα

ανεραστη

κεγω

την εποχη

(ποιος χεστηκε για αλλαγη)

*αφιερωμενο στον Αντορνο ή και στην ψυχη που θαφτηκε ζωντανη και κρυα αναζηταει σωματα





Σα μια πληγη, καθε αρχη δισταζει λιγο

με τοσους θυτες – θυματα

μεσα στα δεντρα

στο λιγο μεσα μου

η εξοχη

ενω αυτη κερδιζει

εδαφος βαθος

κατω απ’ το χωμα στα τρωκτικα

σαν θα την δουνε πονος χαρα

και εντολη,

μαζοχα

η μανα

μονη σα γη ,

αναδιπλωνει

το τσαλακωμενο της το χωμα

ξαναγαπα

και η πληγη πεταει φουλ,ρουαγιαλ

μες στο συρταρι

εκει

πακουγεται πιο καθαρα

ολη η βροχη,

και σερνονται οι τοιxοι

κι αγωνιες του ιδιοκτητη δικαιωνονται

νεκρες καθημερινα

ανοιξε κλεισε σαν τις ψιχαλες πανω στο χωμα

πεθαμενο σωμα

τοση αγαπη ενας ρυθμος

ενω χανονται οι κοσμοι, μια φυγη και ενα πνευμα

ολο το δασος

μενει μοναχο να απορει

τσαμπα το θρασος κι εξοχη

καψαμε τσαμπα

τωρα μιλια

φρουτα μοναχα

κρεμονται

κλαμα

παντα μια πλακα το καθε σωμα

σε καθε μαχη

σαν μια νορμα δειλα και εξωφθαλμα

του επιβληθει

τασπρο σεντονι

παντα καμενο στο τελικα

η οποια γιορτη

πλενουν καλα

ρουχα ταπορρυπαντικα

μίας ψυχης

και ο,τι μεινει

της εξοχης

π

ο

υ

τωρα εγω,

πλενω τη στανη μπας και σωθεις.

Orgh

Ισως με πουλησε στη λαικη

της λυτρωσης

χωρις την ψυχωση του

εγω

απλως σε καποια φαση ειπα (πως κανω καλυτερες) ντοματες

και μεβγαλε στο μπαλκονι απανω

επτα τσουβαλια αχυρα

να μην καω

μαζι

με τον ιδρωτα της ντροπης

να μην καει

να μη κοιτας

σε παρακαλω

θα μπορουσα να ,

να μην ειμαι εγω

εδω

να

εγω αυτο

νομιζα

πως περιμενα

πως εφτιαχνα το σπιτι

αφου

ισως εκανες ερωτα μαζι μου

στις εικονες

ισως δεν ημουν στην τουαλετα μονος

σε ρωτω

δεν ξερω τι

απο ολα αυτα ή αν

ολα μαζι

μας κοροιδευουν

δεν ειναι νεο

το μυαλο

μου μπλεκεται ομορφα στις

μπετονιες της πολης

η φωνη ακουγεται

οριζοντια

το χω ξαναδει

πολλες κραυγες

στις τρυπες του εγω

μου

η ηχω

φωνες παντου

τρελος

λες

τις αγαπω αυτες της μουσικης

λες η πραγματικοτητα μοναχη

και ξερη

σαν εξισωση το διαφορετικο

λες και δεν σε ειδα το πρωι

οταν κατεβαινες τις σκαλες

με το κεφαλι

της βεραντας μου

φωναζες

στα ματιά

πεθαινω ισον το ιδιο οπως

το ζω

λογικα μονο παραλογα

τοσο το φως

κατω απ’τα δεντρα μου νεες φωτιες

δεν σε κοιτω

χωριζουνε οι γραμμες μας

απολεπιζουνε – γεμιζουν τα συνεφφα οραματα

τις σκεψεις μου και παλι ισως των

πουλιων

πωλουνται στην πρωτη λαικη

μας καταιγιδα

Και τι χωματα παντου

νερο

ζοχοι πανω στο σωμα μας

με αποληξεις τους στο

κοινο μας χωμα

ρουφανε ησυχα το ειναι

μας

πιστευουμε

στη σκεψη που ξυπναν

ολα τα φυλλα σου

ιδρωτας

στη μασχαλη σου η λογικη

χωριζω


τα κλαδια σου τωρα

ενδεχομενα

που νιωθαμε μεσα στη στιγμη

πεθαινοντας

και κακτοι μεσα απο φοινικες

και τους κορμους

μας

οι δρομοι προς το τιποτα

o οργασμος

θα διαρκεσει μιά για παντα

ενας υστατος πνιγμος

καλος μας φιλος

εσυ το ιδιο


ισως παλι νατανε ονειρο μίας στιγμης

ο απογευματινος μας ηλιος

εκεινο το κενο

που συ και ο νευτωνας μαζι

και γω

παρατησαμε τον ποθο

να ρει

ανεβαινοντας

σκουπιδι μίας συγκρουσης

χωρις τη λυση

ψηλα στον ουρανο

οι μπαλες ομως ειδαμε ενοιαζομαι

καμία τρυπα

η σμαυρη τυχη απαντά

και λιγη απνοια

δεν ξερω πως ξεμπλεκει η φωνη

απ το παιδι οταν βαρω,

τα σωθικα μου στο αντιο

παντα μαζι

η στεκα και η συγκρουση

ορμη που αναπνεαμε

κρυφη στα ματια μας ηταν απο παντα η

φυγη

και μεις την ζησαμε

μικρη αυγη και κρυο μεσα στα ματιαψου

δεν καναμε ερωτα

μαζι,

γιατι

Κερια κατω απο τους βραχους μας φωτιζουν

τις ρωγμες μας στις ειδησεις

τους

ξερναει μια θαλασσα μαυρη και μικρη

λιγο θαμπη

στα δυο σου στηθη στα ανοιχτα

ξεσπάτο κυμα

κατω σεσενα φωτεινο τοπιο

κρυβεται

μοιαζει με το μικρο το

λακκο μες στο στομα σου

δεν ντρεπεσαι

σε ειδα στο ονειρο και αναχωρησα

για την συναντηση

αυτη

με το παιδι

που ολοι φαγαμε γλυκα

λευκα

δικη μας ειναι και αυτη

τη θαψαμε

μες στα σκουπιδια σαν τα κοριτσια

οι βελονες ω που πονουν κι οπου πατουν

πευκών και άλλων θηλαστικών

σκυλιων αντιδραστικων

μέσα στους κηπους μας

στολιδια μιας λογικης τρελης που

γινεται πιστευω μας οπως

ιδανικα γινεται ολο το στραβο

καθως αναχωρει

η τελευταια ωρα μας

ποναει το ψυγειο,

τοσο το κρυο που το χιονι

ακουει τις πατημασιες

και λιωνει απο ευχαριστηση

τα ιχνη

δεν περνώ, άλλα αναβολικα

αλλης ανθρωπιας

την ξεπερασαμε συνολικα

και αυτοι αναβουνε μοναχικα

για να σβησουνε

μεσα στα ματια μας

αχρηστοι οσο το σκοταδι

βολη

και τα δικα τους

περιστατικα

οταν φωναζουνε το αστειο

μας τοσο ανοιχτα

ενω κι οι υπολοιποι αστοι απλως

γελαν

δεν ντρεπονται

ντροπη

αντιπαραβαλλουν τον πονο και

την ηθικη ο,τι απομεινε

μετην ηττα τους

του χαρακτηρα μας σκορπαν

οβιδες

αξιζε

μεσα στις πολεις μας

γλυκια η πεινα να το πεις

τρελοι

δεν θα το πιω

δεν θα ειναι οι πισω

οι λεπροι

απο τα κελια

μονο αυτοι,

τελειωνει

φυσικη

καταληξη οσο αιτια

οι σεισμοι

==. .==

===

==================

το βραδυ πως αγκαλιαζει ολες

τις σκεψεις μεσα στο μυαλο

φωλιαζουμε

και κλεινουν τα παραθυρα

αποπεριπολικα

τα χερια μόνα

οσο αντεχουνε πουλια

θα ψιθυριζουν οπως διψουν για αγκαλια δυο σκυλια

περιστροφα τα ματια στον αερα

λιγη η σφαιρα αναπνεει σαν

και οταν τα παιδια μικρα μεσα στους συρμους

απτα πλακακια μας

φωναζουνε

συνθεσεις για μια ερημο η παιδικη

χαρα σκαθαρια κουβαλαν χαζη τη λεν

την πιθανοτητα και χαμηλη

καμηλα ξεπερνουν νομές ιμπεριαλιστικες

απο τις διαβαθμισεις βγαινει η υποτακτικη

πιο διαλεκτη διδασκεται η διαλεκτικη ή οτι

διαταζει στο κουπλε οπως σας τυχει τα χαριζετε τα

ερωτηματικα

για απαντησεις μες στο στρωμα

ο ηλιος το βουβο βιβλιο που μιλά

εμας μαθαινουν τα

μυρμηγκια για το αγνωστο

μια πορεια σταναγκαστικα

φαινομενο η λογικη κι φιλης της η ηθικη

το δικιο μες στο απροσμενο

το προσωπειο φαινομενικα ενας χορος ο χρονος μουσικη και θεατρο

μπροστα στο ωδειο της ζωης

θα σπασει η βουη

πολλες σιωπες

μεσα στη σιωπη

στο υποστεγο εγκελαδος τροφη

και πως

μαυρισανε ολοι οι σταθμοι

παρελαση

κορακια πανε στο νοτιά

ειναι πολλα

και γω γυριζω στο ψυγειο

στανοιχτα η μουσικη

μυριζει το

φορειο στα κλεφτα

πεφτει βροχη

σακουω.

κιοτανκανουν ερωτα

δεν κανουν ερωτα

πιο φιλικα

αν σεβρισκα

θα σε αγκαλιαζα

κενη

και απο τα γραμματα

και τις γραμμες σου

η ψυχη

αθωα και απεριττη

σαν το λευκο που μας γυριζει

με τοσα λογια

σε δυο στασεις

το τιποτα θα μας τελειωνει

χεσε τους αλλους ανοιχτα

εμεις θα φτιαχνουμε αποστασεις

πονας μεσα στα δαχτυλα

της διαταγης

κανουνε πολλοι σαν τα μωρα

κοκκαλα και κρεας σε συσπασεις

σαν τα παταν

δεν τα μαθες

τα δυο κουμπια

λιγο ψηλα οχι χαζα

η αδρανεια ζηταει τα χερια της καγια

τι ομορφα διδασκουν

με τι χαρα με υποσχεσεις

για αναθεσεις

απλωνουνε απανω μας

τα αρνητικα

δικες μας θεσεις

ο ερωτας τελειωνει στις εφτα

μετα το συνεχιζουμε

ξανα

το πτεσμα στο

σχολειο

στο πεμπτο διαλειμμα

δυο το μι

σεαγαπω

τοκριμα δερμα

στο ψυγειο.

καπνος και σταχτοδοχειο

πανω στον ηλιο και

εννια

μυρισα μια λεμονια

μες στην ψυχη μου ανθισε με

ασπρα πανια με

σκουπησε σαν καστρο

και χαθηκα στου κουταλιου

το κρυο.

πεθανα ενω ανεβαινα

δεν τααφησα ταψιχουλα

τα μαζεψα

δεν ταφαγαν τα μυρμηγκια

χωριστα

τα τα

αυ τα τατα* που δεν

τα βλεπεις

λες

πουθενα


χωρις να θελω να εκδικηθω

το θανατο

τα θεια

περιστροφα και τις σφαιρες του πολιτισμου

απλως παρατηρησα

αληθειες τριχωτες κινουμενες στο

τοιχο τα μαλλια χτυπ2ανε στις εικονες μα

πιστευουνε ακομα στο θεο

τους τq χαζq

την κυριακη αναβουνε

κερι

οποτε, ξανα

ας μη βρισω τα θεια

τα αφρο τα μαλλια

εξαλλου

μοναχα ολα τα φωτα

εκει ψηλα

που εξυπακουεται οι ιδιοι

λιγο χαμηλα

πισω απο τις κουρτινες φαντεζι

πανω στη χροια και αποστροφος

κρυφη

η υποτακτικη

αναβουνε με γνωσεις

τα κερια

γνωριζοντας το προηγουμενο επομενο

αργοσβηνουνε

αναβοντας σεκφρασεις

σχεδον παγωμενες οι αφελειες

στο μετωπο ανικανες

για

οιασδηποτε περισταση

ερωτικου πολεμου που γνωριζουμε σχεδον

ανοητα νοηματα

απο περιστατικα και φασεις που φορτιζουνε

το τοιχο με

αναθεμα:

“τι χειροτερη αναγεννησιακη και αφελης

υπεροψια κατοχης”

“το τελειο οπλο αφοπλισμου

της πραγματικοτητας”

“τη

λενε γνωση

συνεχεια τη γνωμη τους”

“και δυστυχως

τους ακου η κυριακη”

“τοσο πολυ

λιγο το φορτιο.

η γλωσσα τα καλωδια

και η ανεραστη ψυχη μασαει

φαγωμενη”.

“το φιδι ξεφευγει στη στιγμη

το δερμα του διαφευγει

στο συλλογικο φωναζει

μοναχα μια Λαμπετη”

“θυμιζει λιγο τον πολιτικο

που μπροστα

τοσο κοινο

το ψεμανασαινει”

“λιγο αστειο

και φαυλο

απλα κοιτω σατο xazo

το μειγμα που απομενει”

Perimeno

να περασει η ωρα να αρχισω το τραγουδι

παλι να μεθυσω μεσα στα δακρυα σου να φιλησω

ενα ενα ολα τα ονοματα σου γλυκεια μου πολη

μικρη βουβη γιατι φωναζεις

στα ονειρα μας οπως μια πυλη

ενος θανατου

ισως δικου μας

η ενος φιλου

στα συνορα της νυχτας καποια νερα

μιας βενετιας

δεν τα ταραζω

ακουσαμε κρυφα πως ομορφα βουλιαζετε

σαν σε ολα τα στενα του φοβου

η αγωνια μια ξανθη ματια των γλαρων

που μονη η φαντασια μια καποια διεκδικητικη πληγη

δες κυνηγαει μεσα στο φως χιλιαδες τροπους

βρηκε ενα τερμα πανω σε βαρκα

εμεις στο ολοι αγνωστος καλος ηθοποιος απ’τη συρια

εμεις στο εμεις

τωρα δισταζει πλεον μοναχη

μια σκηνη

ηπιε ενα χωμα μια πολη μαλλον

κοιτατε δεστε

εχει πνιγει.

Παυση

εχω γραψει περιπου εναν Νειλο

απο νερο

και εναν στυλο απο μπετο


Σε εννεα μηνες

και το μπετο αν και γενικα χτιζει

βαρυνα

δεν εχω κατι ακομα να γραψω ακομα


δεν με αφηνουν να ζησω

τοσα νερα

σας καταλαβαινω


τελικα

ισως μην εγραφα και τιποτα


ενα κενο


η ακομα χειροτερα

ενα ευξεινο βαρυτικο


μια μαυρη τρυπα


λιγα φωνονια

δυο φουκω

αναποδα

τη λευκη ενεργεια των πεφωτισμενων

Γενικα

θετικη κριτικη

και τα κουστουμια και η προζα

σιδερωνονται καλα και στην

ποιηση

αλλα ειναι πολλα και

προς επικυρωση

Καμια φορα που οι καιροι διπλωνουνε ποιητικα

τα σιδερωνουμε ολα μαζι στο δρομο

μαζι μας καποιες καταιγιδες

μπορει να βρουν καποτε φιλους γυμνους κεμας

χωρις αιτια

στην κβαντομηχανικη

του πεζοδρομιου*

και τι ειναι ψι η προζα εκτοςαπομιαεισοδο επιλεκτικακλειστη

και γιατι τοτε βροχη

τον σεπτεμβριο

στην εξοχη

σενα καλοκαρι που δεν λεει

πουθενα

πώς

παιζονται ρολοι

αποκρουσης

παιζοντας με κουστουμια

(μιας πραγματικοτητας

που εισβαλλει σε ρολους)

(και εκβαλλει με θυματα και δυστυχια)

(και ποσα δε μαλλον μες στο καστρο)

καποια γιορτη

(της μοναξιας)

(παντα η νεοτητα)

ψυχης, κι στιχοι τα δεσμα

και αφου περασανε και φιλοι

απο κοντα

η καταιγιδα

δυστυχως

την κοιταγαμε μαζι

καποιοι παντα μεσαμας

γνωριζουνε τα παντα και

προσκαλεσαμε και τον εαυτο

μας να δειπνησουμε

το ονειρο

μπροστα σας

μαζι

οπως παλια

οπως και πριν

χτυπηθηκανε οι ρολοι μας μονάχοι

τους

απο τις ανασφαλειες

τι περιττο

φαγωθηκε αρνι.

A physik Α

ντα

ντε

ντα

ντο

ντα

ντε

ντο.


Φυσικα στεγνά οσο ουρανος

παραθυρο

ο εαυτος μoυ αγκυλωνει

τις γωνιές που βλεπω

να γυαλιζει

το ασπρο γενικα

σαν κιτρινο

μαυριζει

το τελικα μαυρο ειναι και πρασινο

χωρις το μπλε

και ολα τα αλλα δεν ειναι

τιποτα

παρα ανακατεμενες κρουσεις λεπτων σωματων

με φυτά

μου παν να δω λεει τα χρωματα

που δαν φωτα στα λευκα

των πολεων

μεσα σε στιχους απο ονοματα

λουλουδια

μαυρα ολα τα χρωματα

ωραια

σαν το τιποτα των κηπων

ιπποτες τα στολιδια

του μυαλου κηλεκτρονικα

και συ

νταντε

ανακοινωσεις της αγαπη

μας

αν ειναι αυτη η τελευταια μερα

ξανα δεν ειδα τιτλους τελους

τογραψα

σεντονι , σε λευκο

χυμενες

οι επιθυμιες στο κορμι ,

γουα-νταντε

και μπα

ντα δεντρα ακομα και ζωγραφιστα

ψηλοτερα

απο τις σκεψεις μας ως προτυπο πολυχρωμο

απο ονειρα σειρα

σκοτωνει

γουα-νταντα

γουα-νταντι

μου ειπες να ζουμε καθαρα

δραπετες μαζι με τα λουλουδια

εξω και μεσα απο τα κλουβια παιδια

ουα νταντε

της μανα μας

ανακαλυψα το φοβο σου ως ποθο μου

κι απλωσα _

γελιου καποιο πονο

μαλακα_

σολομας το σωμα

χαμηλα

πονο

πιο καθημερινο

να Α-

αναπνεουμε μοναχα το

νερο

χωρις το χρονο

δροσερο

βρηκα μια πετρα στο βουνο

την κρατησα

μαζι μου σολη μου τη καθοδο επεφτε

καυτη

ρωτησες ενα σταφυλι τί φιλι

χωρις κουκουτσι

ακουσα πως ειναι γενικα πιο νοστιμα και

καιδιπλωσα

ξαπλωσαν 2 νοτες νταπ και

ντουπ

κορμι

νταπ-ντουπ

και νταπ

και-λεν

γουα νταντε

προσκυνησα

οια-ντανταντα-ντε

τους ηχους

μας

ταΝτο

και σολ

τοΤα

καιΣος

τοΦρέ

ντεΡίχτ

εντΝτραμ

εν-ραμ

νταΝτραμ

μας λεν

μετα

ειδες που κυκλωνε το στηθος σου σαν_

ριβερμπ_

εν-χτεν

μπασσώ_

γουα-νταντε_

εν-πλαίιν_

ερ

ντανταντε

εν-ντουν

αυτοι που φαγαμε τους ηχους

ζωντανους

πανω στα καρβουνα ζουλου

ειναι τα καρβουνα βιολια

γουα-νταντε

ντανταντα-ντε

παμπλό

νταντε

και παλι δεν ξερω αντούντο ευσταθει , σωστα

πως οτι ειναι ταχα μουσικη

εχει προ γουα

νταντε

παιχτει

εξαλλου

η μουσικη ειναι γενικα μαυρη και νεκρη

βυνιλ-νταντε

γουα-νταντε-νταντον και

ντείν

οταν ξημερωνει στη σεληνη

που ειναι παντα σκοτεινη

ταNτο

κυματα χωρου υπαρξης η ελπιδα φευγει προσπερνα

βελονα

μιά στιγμη

ντονταN

στους διπλα

τους πλανητες

τραγουδαν

λαλια

νταντε

νταντο

σκοταδι η ρωγμη κοιτά το φως κραυγη

ισως το τελος ι-σως γνωστα

νταντών

καινουργια ολα σαν-οπως-και-παλια

παιδιων τροχιες

δορυφοροι ηχου

γουα-νταντε

α-νταντανταντα-ντέ

τα φωτα στο μεγαλο απεναντι

παραθυρο

και-λα

μία φωνη δικη σου πάνταμου λε’

ασυνειδητα χαλώ

γουα νταντε

καλε

νταντο

εικόνας ολα εραστης

μία τριβη

σιροπ

ντα-ντιν

και-ντα

και-ντε

παραθυρο τονουρανο

στις σκεψεις μας γουα, εγω

κεσυ_

παντα τη_γη_

γουαντα-ντε

γουα-νταΝτΟυν_

ψαλιδια

σχiζoυνε

παντου

εμεις σελιδεςμας το διακενο ντα ντου

αντι-αντα-ντε

νταντο

ε τζοοα

Καλημερα

η μυτη μου?

Στα υποστεγα της φαντασιας μας

κρυβονται σκεψεις μας

μαζοχικες

καποιο νερο

και ενας κουβας για να μαζεψεις

τον εαυτο

να τεμαχισεις

και να νικησεις, τ’ αλλο

αυτο

να το πουλησεις

δες ειναι τσαμπα,

‘κεινο πεθαινει

στο μαρασμο

κρυφα σου λεει

δεν ειμαι σκλαβος ουτε υπηρετης

ισως μια λαμπα

τωρα και παντα

χωρις το φως

απεναντι μου

ακουσε λεξεις

και υποσχεσεις

μια φωνη

για μια γιορτη





πολη βουβη

μεσα μου κρατη

μια αφρική

τεμαχισμενα

στην εκκλησιά

με το στανιο

ασπρη γραμμη

νυφη η πλαση

ρωτας τι φαση

ετσι κι αυτο

ηθελε φως

των ουρανων

να κεραστεί

νεκρο πλατο

της φαντασιας

μονα δυο ασπρα

και ενα ρυθμο

μια παραμανα

μες στον κουβα

κρατα ανασα

σαν ανεβαινω

αμφισβητω




ιαν ειδα ψαρια

σως μια τρατα

μαρκα

σκορπινες και δυο χανους

το παραγαδι

πινουν καφε

πινακολαντα

κοιτα τραπεζια

κριμα ρε τακη

το καταραλα

πρασινο ουισκι

μουρμουρες βγανει

αμερικανους

το πυροφανι,

λες ; βγαινω και γω

ενα καμακι

διαθλαται

η φαση


με τον μπαχού

μεσα στο βραδυ

κατω απο τον ηλιο

απ το βουνο

μια τοση λαμψη

σχιζει μυαλο

κατω γλυφαδα

βραχυα στη λασπη

τοσα μουρμουρια

αληθινα

και τα πουλω

μες τον βυθο

στον αγοραιο μου

τον εαυτο

που μονος ζεχνει

κατω σταστερια

μετα σκουλικια

ενα κιλο.





ισως τη σταχτυ

γιατι υπομενει

τον μαρασμο

αν και καμενη

δεν μας πληγωνει

μονο θαμπωνει

ισως αυτο

τωρα να φαει

ισοπαλια

ισως το σκασει

το μυστικο

ενα σπυρι

η ανυσηχια

και θα κρεμασει

σαν το σταφυλι

σφηγκες σκουπιδια

ξινο λαιμο






με τοση υγεια

ροδια και πλοια

τι ησυχια

να ασβεστωνει

ασπρο κρασι

η πολιτεια

πληθη μυρμηγκια

οσες κι σκεψεις

η θεραπεια

ονειρα σμηνη

μες την πλατεια

και φως ψημενο

το καλοκαιρι

σαν στη κουζινα

το μυστικο.

Aeras

wind and moon

will this you

this dirty night

can fill

the closure, my eyes

I see

a burning a child

the nothing soul

so thick

lonely this sky

strong press

on chess

you break

some wind

might tryn help

some cells

travelin heavy,

heavenly hell

a few cigarettes

the after sex

and feel

the night is mind

and tell

atrue a

spring

the wind is soul

the wind I walk

to lift some weight

and neight

so strong, your wind

to fill

my soul

and lift

a keyboard   wind

ra

ra

ra

the wind and is, ceramic space

a role n bring

an ant and wheel

our desk their gi

update

through our objectives

ice n trees

what fuckn thrill

throughour cells

the wind intensions

our-personeal

ity

our lack

of motor senses

what

chemo

our own

tv

too lost

a small

two h an ts

our drill

*το is Κωστούλα Μάκη,

ανορθο-γραφια

Τερμα το χιονι

δεν βγαινει

ουτε απο τα αγγλικα

ουτε απο τις αποστροφους

ουτε απο τη γραμματικη

ουτε απο βαρκες

ή παραγραφους

σωσιβια λεμβοι

οι μεταναστες

ηρθε ενα μελλον

προσφυγες ‘ργατες

με οδηγο

και κατσαριδες

που το στηριζεις

μες στις ειδησεις

πεφτουνε χτισεις

εχεις την ηττα

για να κερδισεις

σε αυτη την πολη

μονο αυτο

που αναπνεεις

για να ακουμπησεις

απ’το ακουμπω

μια τελεια

για να γιορτασεις

ο,τι αποταξεις

ή να αποσταξεις

μια πασχαλιτσα

ολο καημο

ολη η βλακεια

στα συνεργεία

μπλε για φτερο

οι αποκαλυψεις

ο,τι ζητησεις

βαρος ουσια

η αφασια

στερητικο

ισως λοστών

ισως τελεια

σε αγαπω

μευποθεσεις

και ο καιρος

οξείες βλεψεις

μία αφρικη

νεκρο φεγγαρι

ολοι οι γιοι

η υπομονη σου

πνιγει καιρο

η απωλεια μας

σ’ αυτη τη γη

ολοι τρελοι

ολες τους στιξεις

και αποδειξεις

σαν μια ρωσια

η πραγματεία

αρκουδες λυκοι

ο ερωτας μας

αριστες φρικη

που δεν παγωνει

η σημασια

μια νεα δυση

συρμα νερο

σβηνουνε ληθη

οι νεοι στιχοι

ολο ασβεστη

βαφουν οι λιθοι

τοιχος οι θεσεις

στο παρελθον

μενει ο δρομος

μπρος ευτυχια

να ακουμπησεις

να ο παλμος

η συνουσια

να η πορεια

τα ποδια στηθη

ο πονος στυση

μεσα σου πτηση

μια ανωμαλια

στα ονειρα μας

ριγη ηρεμιας

σ’ακολουθω

σκετος ιδρωτας

πανω στο στρωμα

αμμος και χωμα

σαν σ’ακουμπω

αναχωρουν

χιλιαδες πλοια

μ’αντρες και ρεμα

ψεμα η τροια

οσοαντεχω

θα πλοηγω

φιδια αρχιδια

τερμα η λεία

μασπρα τα κρινα

το σωμα ποιημα

γραφω σ΄ αυτο.

Πολεμος

Σε αυτην την πολη

Τα παντα σου επιτιθονται σε ζευγη

και οι ιδεες

και οι αγωνιες σου και οι προστακτικες

και οι μισθοι κι αγαπες

κι ερωτες σου

επιμενεις να βλεπεις

ενα


τι να διαλεξεις

να προστατεψεις

και απο ποιον

καποια αξια , στην καθεμια

ή απαξια

η σημασια


σαν σε χωριζουν

και σε οριζουν

αγαπη χρημα

σαναχ ενα δυο,

τακινητρα

σου

χτυπαν με μπριο

στην εργασια

Εκει το χανεις

και υποσκαπτεις

τον εαυτο σου,

καθως ο δυναστης

εμφανιζεται κιο εξουσιαστης

ονειρων

τι θα ‘πογινεις

οχι αρκετος, ουτε καν ουτε κοιν

ως

ειναι αυτο, που δεν το θιγεις

δεν απαντανε

και δεν θα μαθεις

στο κρεβατι μονο πηδανε

Τα παντα και σε μελετανε

σομαδες

δεν σ’αφηνουν να αποφασισεις

τι ειναι δικο σου

τι λεν οι εχθροι

τι η καλη και ο καλος

ου

Και ο πολεμος σου καυτης

και ολων

εναντιων ολο σαν προοδευει

γενικα

γιατι δεν πηδά

απο ενα φραχτη

να πα στους αλλους πιο νικημενος.

Σου λεν’

μετα

σκατα

βρε πωλ

μονος θα χασεις

Εκει το χανεις και υποσκαπτεις

τον εαυτο σου,

διπλά

σκατα

δίπλα

στον τοιχο

τους αλλους

καθως δυναστης

και εραστης

ισως και συ

αυτη ειναι η ουσια

η γυναικα σου το βραδυ

κερδιζει ποντους

εσυ τους χανεις

εαυτους

τι μερα χερι ψυχη μιση

αχαλισβερι

εχθρων στο σπιτι

ομαδα παιζει

εσενα αλλα και ολων

εναντιων

εκει που

ολοι, μαζι νικαμε

στο ονειρο

σ’αυτην την πολη

που ολοι χανουν,

ουσιαστικα

γιαυτο κι μαχη, εχει αναγκη

επαναπροσδιορισμου

και ου και ου

συνολου

ειτε ως οπλου ειτε ως πορτας

που εχει μπασει

ή εχει αραξει

πλοιο ο βυθος

και εχουμε χασει.

στο παρελθον.

μουτε παρον

ουτε και μελλον

μια φαλτσοδετα

στο φεισμπουκ

καποιου γραφειου

στρατηγικη


δεν ζει μιαφαση

ουτενα μπλογκ.

*της δυστυχιας

Βραδυ

σκοταδι θαλασσα βουνα

και μεις ο ουρανος

αστερια

τo σπιτι μορια μικρα

οριζοντα

στο σωμα ενα θερμομετρο

στην αμμο ενα κυμα

γωνιες ολο το ποιημα

φτιαγμενο μονο με νερο

οι φραχτες μας γερανια

σαν φιλη μια θαλασσα

οι γατες κρυβονται λαιμο

λιμνη αυλη θυλαστηκων

κυτταρων

κιαερας αξιωματικος

με βρισκει στο πιγουνι

μετα

η σταση ενας στρατηγος

ρουα

το σκακι στα μυαλα

ανθρώπινα

φαγωθηκαν γουρουνια

αδρανεια

πυργε απο δεντρα και πτηνα

χαθηκανε οι λεξεις μπρος στα μαυρα σου

πιρουνια

το καρπουζι

τελειωνει η παρτιδα

κινησεις ακουσιες και σπαστικες

η μουσικη

ο αιφνιδιασμος με λεξεις

ελληνικες και γνωστικες

κοκκινο χωμα των νεκρων

η δραση

φατετο

αποκουμπι των σαλιγκαριων

τι πλαση

σταθμος η αποκαλυψη πουλιων

αποδημησανε οριστικως

τα νευρα στα πελαγη

φυτα που

απλωσανε και φτιαξανε

βουνα νερο φεγγαρι.

Ο κηπος

το καλοκαιρι παλι τελειωσε πολυ πιο γρηγορα

απ’ οτι ελεγε

καθως

ο καιρος παντα χαλαει σενα λεπτο

γενικα

ο χρονος σαναζει γιατονοκτωβρη

πινεζα

αφου

και το ποδι συχνα πατα

πατωμα

καλα να παθεις

και

ολα αυτα για το τιποτα

ενω

το φως καιγοταν να δει το φως

στη σπηλια

αληθινο

οταν επιτελους αδης

οι νυχτεριδες και ο παφλασμος

σβησανε το σκοταδι

με φως

κι σπηλια γεμισε σταλαγμιτες

ροζ

ισως

παλι,

η σπηλια να

ξανανοιξει εξω

οταν τα βραχια κλεισουν

μετα την ρηξη

διακαως

το σκοταδι

τοτε

ισως φωτισει

ισως τοφως

ισως

ισως και ο χρονος να γυρισει

ισως και

να γινει ενα

τιποτα

πληρες

ισως δυό

ισως

κενο

ισως

μόνο

τοτε το νεο καλοκαιρι ξανανθισει

μωβ.

μονοστηλο

το

ονειρο

παιδικο

ξυπνα

το

ποδι

μη

φοβασαι

αγερα

μιλα

μαλακά

οπως

η νυχτα

στο

πηγαδι

ενα βραδυ

μετα

βατραχια

οπως

το

μαυρο

στο

τσιγαρο

μία φωτια

δεν ηρθε

η ωρα

κοιτα

το

διδυμο

λευκο

σαν

οταν

γουρουνια

θα σφαχτουν

ετσι

και τωρα

το καλοκαιρι

ομορφα

χωρις

τη

τζαζ

στα ιδια

στυλ

χωρις

πυγμη

ουτε

ακροαση

σαν

νι

σαν

το

μαυρο

του

καλοκαιριου

μπο

ρει

ρε

μπω

τα νυχτολουλουδα

σαν

κηπος

αφρικης

φεγγαρια

φωνάζαν

νυχτα

κιγατες

μεσταστρα

πεσανε

βρηκανε

παραδεισο

με ματια

η αταξια

γραμματα

εξαφανιστηκε

σεισμος

χωρις τον

ρου

στην

υ σ η χια

μετα γουρουνια

ενας

σπασμος.