Στην αυλη ειμαι και παλι
ενα σκουληκι
μεσα στο χωμα
επιστρεφω σε μια
κατασταση διαρκους
αυτογνωσιας*
οταν
ο χρονος μου απλωνεται
απο τη μια ακρη της ( )
μεχρι την αλλη
και τα πρασινα φυλλα
του γερανιου
γινονται
οι παραλιες
που επισκεφτηκα
ή θα
επισκεφτω.
–
Μεσα στο σκοταδι
παλι
η ελια μου μοιαζει
με λουλουδι
ασπρο σαν αστρο
φωτεινο σαν βουκαμβιλια
ανακατευεται και με φοβιζει
η βιαιη κινηση
συγχρονισμενη αλλά ανακατη
στα φυλλα ή κλαδια της
σαν τον κοινο μας
χρονο
ο αερας λογικης
κλεβει
αφηρημενα
την απνοια και τη ριπη
απο καθε
μονο του
ante ελιας
κλαδι.