αφηρημένη σχέση

με βαρα δεν με βαρα

για να ξεδιπλώσει

το χρόνο

έβγαλε όλα τα κουμπιά

από τα στήθη

και πέταξε σα μυγα

πιο όμορφη από τέρας

πρωτα στη πόρτα και ύστερα στο τζαμί

μετά απάνω του


αυτός

στο απόλυτο σκοτάδι

είχε καλυφθεί με φαγητό

τον έγλυψε

ο αγαπημένος της ο άνθρωπος

της βγήκε μαύρος άνθρακας

από τα φύλλα εφημερίδας

την χτύπησαν τα γραμματα

που διάβαζε

αναζητείται

φονιάς μυγών.


αυτός

συνέχιζε το άρθρο του ενώ

αυτή

το φως της έσβηνε

μέσα στο χρόνο

όπως και αυτό του φεγγαριου

της έμενε να καρτερει

τρεις αναπτήρες

πάνω στο τραπεζει

ο ένας κίτρινος

ο άλλος μωβ

και ένας εμπριμέ

ανάβανε και σβήνανε

τυχαία η σειρά

και αυτή ακόμα τον περίμενε

λίγη φωτια

Αυτός

Ήταν έτοιμος καιρό να πάει να τη βρει

Και αυτή από καιρό
ετοιμάζονταν

Γενικά τα είχαν βρει

Θα προσπαθούσαν να καθίσουν δίπλα δίπλα

μετά θα της ακουμπούσε το πόδι


Μετά θα δοκίμαζαν να φιληθούνε

αλλά πέρα απο κεί δεν ξέρανε ακομα τι


αυτός μάλλον θα το προχωρήσει

αυτή μάλλον θα δεχτεί

ήτανε σίγουρος

όπως κι αυτή

τα βραδυα τον σκεφτοτανε

στην επόμενη συνάντηση

αν και δεν θα ήτανε ποτέ της σίγουρη

αυτός αυτήν αυτόν αυτή

πόσο ισοπιθανα όλα συμβαίνανε

μέσα στα μην

αυτοί επιμέναμε

σε κάθε ιδεατή συνάντηση αλλάζανε

τον τροπο της

να μην βαριούνται

μια διαφορετική πάντα σκηνή

με άλλη διάρκεια

ενώ λουζόταν κάποια ώρα

ενώ πετούσαν τα πουλιά

ή στην κουζίνα

τελικά

τα εξαντλήσανε όλα τα λεπτά

στο χώροχρονο επαφής

μέσα στο μυαλό τους

με τους τέσσερις νόμους

και τις τρεις πόρτες

είχανε τελειώσει κι οι δυό τους μέρες τώρα

ενώ οι ώρες έξω τους

περνούσαν βιαστικα

χωρίς να χει συμβεί τιποτα

βρεθήκαν ξαφνικά στην πορτα

και την ανοίξαν και την κλείσανε

μαζί

μετά χαθήκανε

το κράτος υπάρχει

εκεί που δεν το περιμένεις

στο μουνί της

και στο πουτσο του

σε κάθε κράτος ευδοκιμεί

το παρακράτος

στ’ αρχίδια τους

δεν θα γαμιόντουσαν ποτέ

Τελικά το σύνταγμα στα νεοτερα κράτη

αποτυπώνει

μια κοινή ηθική των πολιτών

όπως οι τρόποι στο τραπέζι

πως να φας πως να πλυθεις

η να μασάς

Ύστερα από αυτή τη σκέψη

επιστρέψανε στα μάτια τους

Εκεινη άλειψε με κορεατική αλοιφή

το δέρμα της

έγινε πάλι μαλακό

εκείνος ονειρευόταν

μακαρόνια λάδι και βασιλικό

αγκαλιαστήκανε

Όλο το βράδυ φαγωνόντουσαν

το πιάτο είχε ένα μαχαίρι

και αυτοί κερδίζανε ζουμιά

ευτυχισμένοι, αγκαλιάζανε όλα τα βουνά

είχε φεγγάρι

είχανε ξαναβρεθεί σε κάποιο αεροδρόμιο

πριν απο μια γαμημενη πτηση για τη Θεσσαλονίκη

ύστερα οι Αλπεις

κάπου εκεί εκείνο κρύφτηκε

έτσι κλειστήκανε κι αυτοί

κάμποση ώρα

πίσω από τόσα σύννεφα

το πρωί κάνανε και οι δυό τους εμετο

και έβρεχε

κάποιοι αυτο το λένε κάθαρση

εκείνη έφευγε για ένα οχτάωρο δικό της

και κεινος στη κουζίνα του μαχαιρωμενος

αυτή επέμενε να οδηγεί

ακούγανε την ίδια μουσική

κάποια στιγμή την έφτασε

ήτανε επιτέλους η μάνα με τη μάνα του

ή όποια μάνα τελοσπαντων τους βγήκε όλων στη στιγμή

Στο τέλος δεν κάνανε έρωτα

φτιαχνόντουσαν μονάχα με τη φορά

ή με τη μερα

ή όποτε ποθούσαν αλλαγή

Αυτή ήταν ντροπαλή

και κεινος παραπανω

Για να μη τα πολυλογω

δεν τα χαλάσανε ποτε

μα ούτε και τα φτιάξαν

Δεν είχε η σχέση τους παράλογα από τον κόσμο των ξωτικών

δεν είχε αυτή φτερά

εκείνος δέρμα

αυτή του φώναζε εκείνος εσπαγε

και βάραγε το σώμα της να ακούσει άλλο ενα

επιτέλους

τα βρήκε με τη μάνα του

αυτή

όσο για τον πατέρα

αυτός

ήταν θαμμένος ως πνοή

κάτω από μία ξύλινη ελληνική σημαια

με τιμιο σταύρο την οικογενειακή τους

θαλπωρή

Ααααααα

σκότωνα παλιά μηνύματα στο κινητό
έπεσα σε ποιήματα ενός φίλου και ενώ
ήμουνα στο τσακ
κατάλαβα ετσι και αλλοιώς τα
ποιήματα
είναι [τα] πάντα ζωντανά.

αρτυχαιοτητα

Μην κάνεις πίσω δεν θα δεις τιποτα

μια διαδρομή

μας λέγαν

όλο ευθεία

και ‘μείς έβλεπα

όλο στροφές

τις νυχτες

μες στο σκοτάδι

κολυμπάμε ανάκατα

και μας προστίθενται

λευκές και μαύρες αναμνήσεις

είμαστε μείς


Μία παράθεση του χρόνου

στα σημεία του

όπως η ωση

όπως ιοί


Εκφορτιζομαστε

ακαριαία

σε μία μαλακή πλευρά του

αέρα

τα σήματα διαστέλλονται

όντα ιόντα

άσπρα

ΑΝΑΠΤΥΣΣΟΝΤΑΙ


Τόσα πουλιά

σκοτάδι μαύρο

σκοτάδι ασπρο

μόνο μη πεις

δεν είδες

τίποτα


και τοσα φύλλα

κίτρινα

και αλλά τόσα

πάνω στο μαύρο

και τόσες σκέψεις

τόσα λεπτά

με τόσα φύλλα

παραλλαγή

ζωή χωρίς τα χρώματα

είτε ζωή

εν υπνώσει


ξερεις

όπως και να το πεις

το μαύρο λειτουργεί ιδανικα

πάνω στο μαύρο

ποιημα νεκρό που γράφεται ενώ και σβήνει

σαν όλα τ άσπρα σώματα

επ αμοιβή

αγαπημένα ελληνικά

καθετί που επαναλαμβάνεται γίνεται θεωρία
το embedding πετσοκοβεται όπως μοιραστηκε το δάσος

από το βασικό αξίωμα

τι να την κάνεις [την] τηλεδιοικηση

όταν την έχεις τηλεόραση

προκύπτει δια της εις ατόπου απαγωγής

τι να την κανείς εισαγγελία

όταν την έχεις έλατο

καθώς και τα επαγωγικά και παραγωγικά

τι υγεία τι λαχεία

τι παιδεία τι κουρεία

τα σημερινά

αλλά και τα διαχρονικά

τι να την κάνεις δημοσία

όταν την θες δικιά σου

κλπ.

ασκήσεις για το σπίτι

αποδείξτε

διαλέξτε θέμα

μεταφράσεις

δεν δίνεται καμία σύσταση αντιγραφής

επαναλήψεις με αριθμούς

τα θέματα είναι ίδια για όλους τους διαφορετικούς

προσφέρεται βοήθεια επ αμοιβή

επιστροφές γίνονται δεκτές.

πράγματα

Ταξικο
Σκεφτείτε να σας λένε Δήμητρα
Και να γιορτάζετε σημερα

Σε όλες τις διαφημίσεις
του βαιμπερ απαντώ όπως πρέπει με μικρά ποιήματα που δεν διαβάζονται ποτε

Εξαγωγή δοντιών
Εξαγωγή καφέ εξαγωγή διαμαντιων
Εξαγωγή σκατων

ΔΕΗΟΣΕ
στη μάχη για την κλεψα των ΕΠΕ-
ιδη Μας τα σπάσανε
βάζω πάντοτε kai ένα Xi

Πότε το δέρμα
ποτε το φως ποτε η σιωπή
Ανακατεύονται ομοιόμορφα οι αποικίες
Στο χάρτη με τα αισθήματα
Κυριαρχεί η θλίψη των Ελλήνων αλλά και άλλων χριστιανών
τα άλλα πνίγονται στα πάντα
και στο μωβ

Τέλος νερό
Πέφτει βουβό
Το δέντρο σκίζεται
Και μεγαλώνει
παλιές ζωές
καλυπτοντας τις
με σκιες

Εχθές
είδα μια μαύρη παρουσία, μπορεί να ήσουν συ
Έμπαινε σε μια αίθουσα ασπρομαυρη san θάλασσα

και με καλούσες με ατακτη ομορφιά
όπως οι λεύκες το φεγγαρι

Η ζάχαρη δεν χαλάει
Τα δέντρο ισορροπεί τα πάντα
Μαλακίες που τρέχουν στο διαδίκτυο και στην πράξη
Τα φύλλα, είναι τετραγωνικα χιλιόμετρα, η αποσταση,
και ‘σύ λίγο πιο πέρα

Κάθε που με ακουμπάς
τρώω ένα κομμάτι από το λωτό
Και δεν βρίσκω ούτε μουσική ούτε εγκατάσταση
από τον παλιο μου εαυτό.

Καφές σε επανάληψη
[στην πορσελάνη

ανάποδα]

Σε κάθε αποστολή ευχών
Κρύβεται η απαισιοδοξία των ημερών
(νομιζω το εγραψε μια φιλη μου)

Κάνω έναν μικρό διαλογισμό
Πρώτου χιμηξει η μέρα
Με τα χίλια δυό κύματα
πριν με πετάξουν στον αερα
πριν να συναρμολογηθω ανάσκελα
ξανά

Θα ρχοσουνα να με δεις
Θα με φυλαγες στο στομα πριν να κοιμηθώ
και αν δεν ξυπνούσα το πρωί
Θα σκέπαζες το στρωμα?



Γιατί
συνέχεια γράφονται τα ίδια και τα ιδια


Η ώρα πλησιάζει όλο 7
Η μέρα μου γεμίζει αναμνήσεις
με κόσμο
Από εχθές κι από προχθές
Κάτι γυαλίζει στον αέρα
μπορεί να τρέχαμε πολλοί μαζι
πάνω σε καποιο άσπρο απογευμα

Αναζητήσεις
Και αποθέσεις
Μεταβιβάσεις και ο χρόνος
Όλη τη μερα
Διαλεγω παρελθόν στο τωρα
Και βάζω ονόματα.
και μετά τα λέω κάπως.

Μου άφησε σημάδι
και Τωρα :
Είμαστε δυο ειμαστε δυο
Η ωρΑ σήμανε οχτώ
σβήσε το φως περνα ο φρουρός
τη Δύση θαρθανε ξανα

Hμαστε δυο ημαστε τρεις
ημαστε 1013
Με το καιρό
Με τη τιβι
Ο Φόνος γίνεται γιορτη
κ ιο πόνος γίνεται εσύ

Βόμβες μπροστά
βόμβες μπροστά
κι οι άλλοι πίσω ακολουθούν
Ανατολή, χίλια μωρά
κι ο δολοφόνος είσαι συ

eiμαστε δυο ειμαστε τρεις
είμαστε χίλιοι δεκατρείς
ξερνάω εγώ ξερνάω εσυ
Μα ποιος ξερνάει την τιβι
Θα ρθει η καιρός να μας το πει

γράφω πάντα ότι μου λέει κάποιος
ίσως πάντα κάποιος άλλος
και αυτό το έκανα από παντα
..

Δ.Ε.-

δεν έχω χαρτι μονάχα κάτι έπιπλα και δρόμο

και ότι απέμεινε απο μενανε να ψάχνει

όποτε και με γράφει

εδω ως ένα απλό στιλό

σε ένα σκίτσο ακόμα πιο χαζό

πάνω από την πολυθρόνα μου που κάθομαι και τρέχει

ενόσω γεμίζει και το σκίτσο με σκατα

και δεν ξέρω αυτό

αν είναι κάτι απ αυτά που γράφονται και σβήνονται

αλλά δεν εχω και κάτι αλλο για να γράψω

τώρα που μπορεί να πηγαίναμε αλλιως

επίσης δεν το ξέρω

στα δια ταυτα

τώρα, που έχει προτεραιότητα το τωρα

κάτσε, το τωρα βρίσκεται εδω

άκου, εδώ ένα χαμένο σωμα

ακουμπα, το σώμα έρχεται από το εμεις

κοιτά, εμείς είμαστε σκατα

νιώσε, “το σκατα” που είναι απ “το παρόν”

σταμάτα.

(υλική συνεπαγωγη)

το πανταχού παρόν ήταν και ειναι απαλο

και απλώνεται παντού σα τα μανο

(και εγώ άλλο τόσο σ αγαπώ)

μα για να παμε στο μετά

πετα την πέτρα των 7

μέσα τα νύχια και τα διαλυτικά

τρέχω να φτύσω τα στιλα.

κατανομή

πως γίνεται και

για να τρέξουν όλα τα στιγμιαία

αρκεί να ρίξεις λιγάκι το ρυθμό

σαν κύτταρο κοιλιάς μιλώ

μία κοιλιά σ΄ ένα εγώ

είμαι και ‘γώ.

σύνορα

σελίδες που διαλύονται

στα σύνορα

άνθρωποι που υπήρξανε

βιβλία

ή

φως

που σβήνει.

σύνορα

να εμπεδώνονται τα

γράμ-ματα

πουδεν κολλάνε

σύνορα

που όλο μιλανε

για την πατρίδα

μέσα στα σύνορα

και στην καρδιά

με τρία πόδια

όλα τα

σύνορα

μεσα σ’εμας

μας πολεμάμε.

γ

*πόσος χώρος να μένει για πουθενά όταν όλος ο χώρος που γνωρίζω πνιγεται όλη τη μέρα σε ενα κουτί; Kαι πόσο χώρο να έχω εγώ όταν κάθετι χωράει σε ένα σημείο συνεχώς;

Εna lepto

είμαι ένα λεπτό από σκόνη

σε κάθε ασπρομαυρο παράθυρο

απέξω έχω κάτσει και κοιτω

κάτω εχει τόσο πια θόρυβο

πριν πέσει λίγη σκόνη

όλα ήταν πιο καθαρά

η σκόνη ήταν όροφοι

και ‘γώ πίσω στο χωράφι μου

κι η σκόνη ελαμπε στο φως*.

Άδης συναισθημάτων

Κάθε αστέρι

όπου κι αν κάθεται

(χα)ζεύει μονάχο του

τον ουρανό


απέναντι του

είσαι ‘σύ

απέναντι του

είμ εγω



και τί;

δεν θα περίμενα

να ρθεις κοντά

[ για να μ ακούσεις ]

[ αν θες με βρίζεις ]

να σ ακουμπώ*

*απέναντι συνωστίζονται όλες οι πρακτικές μας απογοητεύσεις — αλώβητα μονάχα κάποια σημεια.

άσκοπο

μία κενή σελίδα

στο πράσινο φως της συνείδησης

ένα παρελθόν στο εμβολισμένο μέλλον

παρακολουθεί

αν οι γραμμές εντοπίζονται

στις πτέρυγες

που χτύπησε

και αν ο σκοπός πεθαινει

επαρκως

να τον αφήσει

να αράξει

μονάχος

στις σελίδες του

Γελάτε

επανάληψη και αφιέρωση

Αλλά εγώ δεν έχω κανέναν να διαβάσει καμία λέξη

οπότε συνεχίζω να γράφω

πότε πότε

στο κενό για το κενό με το κενό

λίγο πριν από τις λέξεις και καπου μετά το νόημα

χωρίς τις πρώτες εικόνες

όπως εμφανίζονται και κάποια πιξελ

και κάτω από αυτά κρύβεται κάποια παράσταση

θα πρέπει να υποθέσουμε τρελή μέσα στο άγνωστο

τι όμως περισσεύει από την οποιαδηποτε σκέψη και μας ενώνει

ή μήπως λέμε απόσταση και εννοούμε τις συνδέσεις

σαν αυτές που κάνουμε διαβάζοντας

διαγράφοντας το κυρίαρχο σώμα μας από ότι βλέπει

κοιτάζοντας το άλλο

χωρις οτιδήποτε να συνδέει τη συνείδηση μας

με τις άλλες τις μακρινές ή κοντινές “τις συν-ειδησεις μας”

σαν μια περίεργη μπαλα στο κεντρο

που δημιουργείται μέσα στο μυαλό

που την παρατάμε και που την κοντρολάρουμε

σαν να κλωτσάμε με τα ρουθούνια και με τα μάτια το κοντρόλ

σε μια αυλή γεμάτη μπάλες

σκασμένες με γάλα και με λάσπες

φτιαχνουμε και ‘μείς μία στα τυφλά

οι αναπνοές μας συγχρονιζονται με πάσες

η μπάλα συνδέεται από καλώδια

και γίνεται κάπως στρογγυλή

αλλα στις σύγχρονες τις autoban

που τρεχουνε τα αμάξια

δεν παίζεται ποδόσφαιρο

τα καλώδια φέρουνε μονάχα ρεύμα

η μπάλα μας μαζεύεται ή σκάει

και είναι ο καθένας μόνος του

χωρίς καμία σύνδεση αναπνοής

δεν έχει συνείδηση αν τρεχει και που πάει

σαν όλα είναι ανύπαρκτα

το κέντρο δείχνει πάντα έρημο

η μπάλα κρύβεται στο γεωμετρικό της βάθος

τη μετρουνε ως ευθεία

που εμεις θα σβήνουμε

ατρόμητοι στο δρόμο με τα φορτηγά

μαζί ολοι οι ζωντανοί νεκροί

τρεφομενοι απο προβλεπόμενα

λίγο γλυκά και κάπως άκυρα

ανθρώπινα σημεία.

Σε-είδα Απέναντι Ξανά

1-2

Βαρκελώνη κέντρο

το μαύρο μάτι στη γωνία

(του ματιού σου)

ένα φιλί στα πέρ-ιξ

ύστερα στην πέσανε οι της Μιλαν

κερδίζατε και ‘σύ του ξέρναγες

αναπνοές κάμπ-νoου.

Κάποιες φορες

embedding is allowed

Κάποιες φορές απλώς

πώς έρχεσαι

και πρέπει να γράψω κάτι,

κάτι ίσως ψεύτικο μα σίγουρα ανόητο

έτσι για να μαλακωσω τη διάθεση

και των υπόλοιπων δευτερολέπτων

και σε ένα από αυτά να βλέπω εσένανε να ανθιζεις

σαν τίποτα να μην έχει γίνει ακριβώς στην πραγματικότητα

αφου λυγίζει και αυτή και εγώ

απλώς να θέλω να την κόψω

ενώ θα δάγκωνες τα χείλη σου.

εαρινή πανσέληνος

Τo φεγγάρι λούζει. Οι ανησυχίες μας χτυπανε στον αέρα για να παρασυρθουν αγνές και ανήμπορες μπροστα μας.
Οσες ώρες περισσεύουν στοιβάζονται σε μορφές άλλων αγιων που δεν πιστευουμε ετσι και αλλιώς η ησυχια μας βρισκει ημερολογιακά οταν αποξενωθουμε τελείως.
Περισσεύει και η μομφή με τοσες συμβασεις πλεον και κόβεται σε καμπυλωτές ουρές που προκαλούν πονο και χάνονται στον πανικο.
Συντροφιά με αλλα ζώα με κοινη ανατροφη γυρεύουμε τη στιγμη για να αναστρέψουμε πολλά και πρωτίστως μέσα. Κάθε μισό και ένα δράμι – τόσο κάνει σήμερα ο χρόνος που απομενει για να φτάσουμε κάπου τόσο οσο το έξω είναι είναι σε τόση απόσταση και τόσο καλά αποσυντονισμενο Σε ένα κόσμο που αντιλαμβανεται το χρόνο είτε αιτιακα ως παραγοντα αξίας ειτε ιστορικά ως συνέχεια που αρνειται κάθε στιγμή ό,τι καινούργιο βρει εμεις θα περναγαμε ως μοναδικες σκιές χαζευοντας το δεντρο που στοιχειωνει τις παρουσιες και κρυβει το φεγγαρι. Αυτο συνεχιζει να ανεβαινει. Χαζευω. Χαζευω και την αρκουδα που πρέπει να γίνουμε μεχρι την ανοιξη και λίγο πιο πέρα μαζευω προκαταβολικά τα χαλικα απ το κεφαλι. Ενας δρομος ειναι και αυτος του γυφτου. Η αρκουδα χανεται στη γουνα του τα ψιλά σκεπαζουν την οραση οι ηχοι τους ακουμπανε σαν χέρια πραγματικα. Ως Έλληνες τη πιστει απτόμαστε πιο δοκιμα υπο σκια.

Walking in the dark

walking while you don’t feels can-not

while headed to the bath-room and you fall

feels slightly better than coyote-on-plot

silver springs on rough mountains with reach of unknown speed

equivalent to dark distress films


the south is anyway full with orcs

fast and forward multiplication highlights the path we talk.

ast(r)a

what you say

what I know

it’s all words

of unknown

all you heard

all I know

not just words

time to crow

truth is thick

and truth is slim

I don’t know

lets drink jeans

play the god

die or prey

we are blood

ave the day

ask your mother

ask my guilt

pack your bad

pricks fulfil

to be honest

to be rich

kill all Arabs

kill the witch

elon musk

by the way

takes a licking

off the bay

build a life

bid a self

don’t like others’

fuck or meld

next don’t worry

think nor bend

you ‘r our trophy

yours the bet

story ends

life begun

theft and glory

work in cap.

Γιατι

ξαφνικα ο λαιμος μου μικρυνε

δεν θα χωρουσε το παρον


οταν η φωτια εφτασε στη μεση

τα ποδια μου θα χωριζαν


στα χερια μου βρηκα ένα μολυβι

ετοιμο να εκραγεί

και τότε αποφάσισε

να αποδρασει

πρώτη απ’ ολα η λογική

freaking life with steroids

short news

in no time

makes you wonder

what passed by

short news

in time one

makes you laUGH

OH my god

short news

in time two

makes you joker

my leg too.

in the mean time,

there is death

but where is life

no one said

Μια γειτονιά από γουρούνια και γάτες

Είμαι ένας ράκος

Κάποτε πίστευα στη
μερα
Ύστερα η μερα χάθηκε
ύστερα χάθηκε κι η νύχτα
Μετά ήρθε το πρωί
Καμία συγκίνηση μονάχα κάποια φώτα
Και πίσω από το αμάξι
ολο χώμα

Tο πρωί τα πόδια μου καήκαν
Τα εσβησα με ούζο
Μετά τα πόδια μου τρωγοντουσαν και πάλι


Αν μένει κάτι
Είναι ο ήλιος πάνω από τα πάνω-κάτω κύματα που χαζευουνε το κάστρο
Και από κάτω την Αφρική
Και αυτό το τόσο βαθύ μπλε
με γκρι ανατολης

Η σημαία σταματά την ευρωπη αποτομα
απο κατω
ολα ειναι αγνωστα
και πολυτιμα

Έχω πεθάνει κάποιες μέρες τώρα
όπως όλοι μας
Αν το καλοσκεφτείς

Όλο τον καιρό ..

Είδα το φεγγάρι
Απλώσα τα χέρια στο νερο
Απέφυγα τα σαλιγκάρια
Θαύμασα μια κότα μετανάστης
Ξαναγάπησα τη γάτα ντ’αρτανιαν
συνεμπασχα μ’αυτή χωρίς αυτιά
Είδα πολέμους βρυκολάκων στην αυλη
Και το βραδυ Χαζεψα μια κατσαρίδα Δον Κιχώτη
Και τι άλλο δεν έκανα δεν θυμάμαι

Δηλαδη μικρη επαφη με την πραγματικητα

Ευτυχως
Το πήρα αποφαση εγκαιρως

Τα ποιήματα μου δεν είναι για κανέναν
ουτε και σημαινουν κατι

Τα γράφω εγώ και τα διαβάζω που και που
Και ακούω και τη μουσική
Ύστερα μου αρέσουν γιατί τα έγραψα
Άλλες φορές τα σιχαίνομαι για τον ίδιο λόγο ή γιατί δεν διαβάζονται
ή γιατί δεν θα πρεπε να χουν γραφτει
Και πολλες, γιατί έχουν λάθη
που θα μπορουσα να χω βρει
Κρίμα εμενα μου αρεσανε


Καψτε τα όλα στην αυλη.

Αν συμφωνούσατε θα φαινότανε

“Να προσέχουμε
την επαφή μας με τις λέξεις”

Κανένα δελτίο ειδήσεων δεν γνωρίζε ποτέ τίποτα
Κάθε βόμβα αποφασίζει μόνη της ποιον θα χτυπήσει και γιατί

Μόνο αυτή η κοπέλα με το κιουνεφε
Πόσο απλά μιλούσε
Σαν να ηξέρε πως θέλω να την ακούσω και μιλάει σαν να είμαι όλη η πλατεία κοιτώντας με για λιγο
Μου λειαίνει όλα τα κύματα που ζωγραφίζω για να ανέβω

Και η χροιά της φωνής της που συμφωνει με όλα τα λόγια σηκώνοντας τον χρόνο

Και ύστερα επιμένει
Όταν δεν έχω καμία επιπλέον ανάγκη να την αγαπώ

Πως μπορω να την πυροβολω?

Παρόμοια και κείνη η προβλήτα
Όταν κατεβαίνεις για την άμμο
Και σου ακουμπάει το χερι

Ύστερα ανεβαίνεις
και της αφήνεις τα σκουπιδιΑ

Και περνάς από ενα σαν τέμενος
Στην άκρη βλέπεις παππούδες με άσπρες βράκες

Σαν σκούρα σεντόνια.

Ό,τι βλέπεις στις εικόνες υπάρχει λίγο παρακατω

Και χαϊδεύει την απαθειΑ μας

Όπως όλη η πραγματικότητα που απωθούμε για να ζήσουμε τα σημαντικα

και να συνεννοηθούμε στη συνενοχή

Όταν ουσιαστικά “μιλάνε άλλη γλώσσα”
δεν υπάρχει επαφή μόνο μνημεία
χωρις ονομα.

Μίξη

Εφηβος του ιντερνετ

Να πληρώσουν

Τόσα δεδομένα
Και δεν περνουμε δεκάρα
Αδικία

Τόσα χιλιόμετρα με πανε
Και δεν τους δίνω το τιμόνι

μονο να Πίνω ολο το γάλα και να μη βάζω και κακάο
μαλακια



.

Δεν γράφω επειδή έχω άποψη

Γράφω γιατί δεν έχω άποψη καμία

Γράφω απλά γιατί

τί να γράφεις τί να μην

Δεν έχει σημασία

Παρά μόνο μία της στιγμής

Η ίδιας α-φασίας



.

Απόγευμα

Δεν κινούνται και πολλά στην ατμόσφαιρα
Ούτε καλοκαίρι ούτε χειμώνας έτσι ώστε να πεις πως κάτι γίνεται
Απλώς εγώ και το κενό

Ούτε ένα γραμμάριο από ύπαρξη όταν όλα έχουνε τελειώσει

ψοφα ο χρονος και μενει μονο η στιγμή



.

Βαριέμαι


Να κουβαλάω όλο το κενό μεταξύ μας
ζύγιζει περισσότερο η απόσταση από το εδω




.

Ένα τσιγάρο
Κάθε ώρα
Είναι ο δρόμος για το αύριο
Και περιμένω το λεωφορείο των 7 εδώ και πέντε χρονια



.

το φεγγάρι

κοιταζε στον ουρανό
Το στόμα του είναι τα βουνά
Η γλώσσα ειν τα σύννεφα

με γεύση ΕΠΟΧΗΣ

Στα πόδια μου υπάγεται το υπουργείο μεταφορών

ΜΊΑ ΕΠΕ

Σύννεφο που διαλύθηκε

λογω αερινης

τιμης



.

Έβγαλα τα ακουστικά
Τριζονια γεμίζουν τον αέρα και το μπλε βαθαίνει

Οι σκιές των δέντρων αντικαθιστούν τις σκέψεις

Τα φώτα του βουνού τις αναλαμπές

Πως υπάρχω χωρίς έμενα;

Πώς να αντικαταστήσεις αιώνες τριζονιών;
Το λέω γιατί έμαθα να καταβροχθιζω ολοκληρα νοσοκομεία
Να πνίγονται να καίγονται να βυθίζονται να αγνοούνται και να πουλιούνται χωρίς τιμή

Πώς μια στιγμή ησυχίας να είναι αρκετή;





.

Ήρθε το βράδυ

Τώρα όλα είναι σκοτεινά

Πετύχαμε





.

Μαλακες είστε οι καλύτεροι

Άντε στο διαολο

Σας περιμένουν δύο γκόμενες

Χίλιες πάπιες για μια κοκκινη μύγα

Το δέντρο πίσω από το φεγγάρι

Η ντροπή μπρος από τα γεγονότα

οι λουκουμάδες στο τηγάνι

το κοπαδι Εξοχή

χιλιοι Πάπες με μαχαιρι

σκύλος άλογο παπι



όλα χαθήκαν με την πνιγμένη μας παρηγοριά

Κενό φύσης.

Tα δέντρα μαραθήκαν

Τα αμπέλια μας κιτρίνισαν

Οι άνθρωποι πνιγήκαν

Έμεινε ο καιρός με το χρώμα του

και τα νεα βασικά του υΠο-Προϊόντα,

οι-ύΠα-νθρώποι

με Παράπλευρες μειωσεις κατα τις ώρες της εξωτερικης τους Παραγωγής,

ή στην εσωτερική τους τηλεόραση,

Που πολλαπλασιάζονται

για να επιβιώσουν οι-Άμοι-βάδες

που |Απλωνονται

τα μάρμαρα σημερινης κοπης που κουβαλά

το ατομο

8 ώριτσες μεσα στο πηγάδι,

χωρις κανέναν εαυτο

Και δύο σε καποιον ξάδερφο

το μεροκαματο

τόση αξία – δεν μπορεί

Θα περισσεψει και κάποια ωρα για το βράδυ

και μία ωρίτσα απαξίας

για να κοιτάξει στον καθρέφτη

tον Νεκρο

grήpi

σταθερός


ένας κύκλος

ή τιποτα


γυρνάς


όμορφα – ασχημα

μπορει

ονοματα


τα παντα

και υποθεσεις


όλα στο μπλε

μες στο μυαλο

κι από το πηλίκο

ποτέ δεν λείπει

τίποτα


σε αποστασεις

από δέκατα

όλα έχουν μαζευτεί

και με χιλιάδες δοντια

η πίστη

οπως και το

τηλεφωνο

στο μπανιο μου

με βρέχουνε

μου λες


υστερα μαζι

ο χρονος

το υποκειμενο

ζεσταίνει και ζεσταίνεται

μέσα στην πόλη

γενικά

όπου το πάμε

μας πηγαινει

κάτω το χωμα που ακουμπάς

ο έρωτας που κάναμε

κι οι τρυπες μίας γης

ολα σκεπασματα – παγιδες:

– κάθε μέρα που ξυπνάς

– ο ηλιος μοναχός big boss, όλο φωνάζει

– η κλεφτόφωτος αγνη να κοκκινίζει απ’ τη ντροπή

– το φως συνέχεια αργοπορημένο

απορείς

πως γίνεται πάντα

να φυτρωνεις

λίγο αργοτερα

Ή συνεχεια

στο τωρα

χιλιες οι λεξεις

κανεις μας δεν τις πρόλαβε

ποτέ

οπως και να γυμναζεις το κορμι σου

τα χερια

ή το μυαλό

κατεβαινοντας εκεινο δα τον φραχτη

ασφαλώς

τα απογεύματα της πολης


τα πόδια σου

στις υποθέσεις


μπερδευτήκανε

το τελος κι η πηγη του

ή και τα δυο ενενήντα ένα

τ’ ατομα ή μερικες χιλιαδες

οι φωνες το μέλλον μας

την κόλαση

μες στο παραδεισο μας δείχνουνε

αφού ξεχάσαμε

την κόλαση

στο τώρα

αργότερα

δουλειά δουλειά δουλεια

κοιτάζοντας τη σύνταξη

στα μάτια

η γλώσσα κατακόκκινη

και βρώμικη

με τοσα δα σπυρια

κιη πλάτη της τι

όμορφη

της χτίζεις

δευτερολεπτα

μια κατηφόρα

δρόμος

με ένα γέλιο μες στον ήλιο

από τα καμινια

περνά ο καφές

για το νοσοκομείο

ασφάλιση ή απωλεια

αφεντικο ή κόλαση

όσο πηγαίνεις για τον επόμενο

που πλήρωσε το φαγητό

στο ανσασερ

κρατάς γερά τα εύσημα

στο στόμα

κι η πόλη μια Αγία

γιορτάζει κάθε μέρα μα λιγοστεψε

τα χρόνια της χαθήκανε στα χρόνια

πόλη Αγία τράπεζα

χιλιάδες χρονια μας χαριζονται

στην κάθε επόμενη Μας

κλήρωση

μία στιγμή διεκπεραίωσης

συνολικής

τα τελευταία

χρόνια μας

μια στριπτιτζου

με όνομα

το χρώμα μας

τα έπνιξε

δέκα λεπτά

όλα ρουα

στο χώμα.

αμερικανοι

πολεμος με πετρες

στο χωραφι με τις σαρανταποδαρουσες

που μας χωρίζαν

ο Νταβίντ

κι ολη η γειτονια

στα εγκαταλελειμμενα

ΟΤΑΝ μας αφήναν τις χελωνες

και τα σεντόνια

τους

ενώναμε στους ρολους μας

με ρυθμο

κατανάλωσης.

το ονομα

όλοι στην άμμο άγνωστοι

μιας φίλης

το τραύμα τ’ ουρανού

συμμετρικά σπαρμενη στο κιτρινο της Ανατολής

κέντρο της ανάχωμα καιρου

κι αυτή

μία Ευρωπη Ασίας Αφρικής

αντίπολης με γευσεις από αιωνες

σκουπιδιων

φυγής

διεκπεραίωσης μαρμαρων

κι επιστροφής

με τα ονόματα

σβησμένα

κι οι φίλοι όλοι εχθροί

Στην ΜΧ

Κάποια πράγματα 

είναι απλά τάση αφηρημένη 

σε ένα επίπεδο που χωράει τόσα επίπεδα 

επιλέγω να μείνω 

σε ένα σημείο απέναντι 

από ένα 

που κοιτά εσενα να

φορτίζεται 


κρατάς στα χέρια σου πολλά ακουστικά 

σε ένα πλέγμα από καλώδια 

παρατημένα

και τα πατάς και σκίζονται 

για το 

δυναμικο 

ελεύθερα τα 

μόρια 

μου λες

είναι καιρός που 

μενανε 

στην τάξη μας 

και ‘γώ 

μία ζωή 

όλο καλωδια 

ξηλωνω


χωρίς να ξέρω 

συμφωνώ.

στα όνειρα υπάρχουν 

όλα τα χρώματα 

χωρίς προειδοποίηση 

όλη η συμφορηση 

στο τώρα

καμιά θερμότητα τα όνειρα 

στη βάση τους

είναι λευκα 


όταν σε βλέπω

σβήνουνε οι κιμωλίες  και αισθάνομαι 

το τέλος

στα ουσιαστικα

έν’ αλλο τίποτα με όλα αυτά

που γυρευα

και κάπου τότε σπάει το παρόν 

και χύνεται μέσα στις εικόνες 

που απλώνονται σ΄ όλες τις καθέτους 


αλλιώς

οι οριζόντιες διακλαδώσεις των εαυτών

δεμένες μες στο μυαλό που μας μιλά 

με κατεβασμένο το ακουστικό 

σαν δόσεις από σένα



στο χρόνο που ανεβαινει 

για να ελευθερωθει από τον χι

ένα ωστικό που βγαίνει μέσα απ τα κόκκαλα:


σαν κύμα από αέρα

το πρωί

δυο στη Γαύδο

άνοιξη
.

με αφημένα τα ακουστικά μας να μετράν

τα δεπτερολεπτα

σακατεμενα να χορεύουνε

.
ΑΝΗΜΠΟΡΑ

να μας σταματήσουνε

πάνω απ΄την άμμο

δίπλα απ’ τη θάλασσα

μες στον αέρα

.

χτυπάν αντίθετα

.

και αφήνουνε εμάς

εδώ

.

λίγο κοντά

αφηρημένα.

*όλα είναι λογικά

μα όχι δεδομένα

Μαθαμε την Κίτρινη βροχή

Τα κόκκαλα
ούτε χιλιοστό
απ’ την απόγνωση
κοιταζοντας τΑ μάτια της


Το δέντρο ελευθερώθηκε από τα δακρυΑ
και μια νέα αλυσίδα την έδεσε στην περιφέρεια της γης
ελεύθερη στον ουρανό
για Πάντοτε
όπως στη γη,
ακομα και αν δεν το καταλαβαμε εμεις,
μυριζοντας καθε μικρο της
αποτυπωμα

Το μαύρο με καφέ
τωρα πια συννεφο,
η Άρια,
οπως τη δενανε,
έγλειφε τα χέρια των ελαστικών ανθρωπων
για οσα δευτερολεπτα αγάπης περίσσεψαν όλη την προηγούμενη χρονιΑ
αυτη μας περναγε για περαστικους
αγαπημενους


και οσων θα τρέχουμε ακόμα
χωρίς τη στιγμιαια της χαρά να ξαναβρεθουμε

εσωτερικη αναθεωρηση

μη τρεχετε

μη συμπαρασυρεστε

ολοι θα βγειτε

εξω εχει σκοταδι

δεν ειστε ενας εισαστε

πολλοι

προσπαθηστε διαρκως να

καθεστε εκει

μην υπεκφευγετε, η μοιρα σας ειναι

ξενη

θα σας πω.

μη κοιτατε γυρω γυρω σας το κανουνε

μην ουτε το σκεφτειτε

ειν πονηρο

δε θα φατε απ’τον καρπο

το φιδι τρεφετε απο το αιμα σας

ουτε να κανετε προτασεις

ο ειδικος σας ξερει και τις εχει

κανει

μη γενικως

και ιδιαιτερως

με το φεγγαρι

προσεκτικα

κοινως σκονταφτετε στον ταφο σας

κιαν δεν χωρατε

σκαψτε κι απ’το κεφά-

λι

μην ανησυχειτε ιδιαιτερα

θα σας βαλουμε μυαλο και σωμα

χωριστα

εξαλλου θα εχετε πεθανει

και τα αυθεντικα ατομα ζουν

για παντα

τελος μην ουρατε ποτε

σας τα χαλια

τα μυριζουνε οι σκυλοι

και παντα να γραφετε τα ιδια

οπως εμεις

ισως και τιποτα, μία προταση

απλή

και μη τα ανεβαζετε

(και) το ιντερνετ ειναι δικο μας

και χει γεμισει

ασφυκτιώ

πινοντας απ’τη βενζινη του αυριο

τι σημερα τι χθες

αρρωστησανε

ημασταν εκει

και τελος αληθινα να μη

τολματε

και γενικα να μη

υγειενετε* αλλιως

δεν ξερετε τι

κακο σας εχει

παρει.

*οταν ενα ρομποτ ζηταει ψυχαναλυση πρεπει να μιλας στα υποκειμενα που το προγραμματιζουνε.

σαν ολα τα αποτσιγαρα που ευθυγραμμιστηκαν εκνευρισμενα

σημερα θα παρω ενα μπουτι απ αρνι

ενα κιλο μισου ανθρωπου του Περου

και σκορδα δύο

[ για μενα και τον δρακουλα ]

και μετα

θα σβησω με βασιλικο

[ η μυρωδια σου ]

και απ το υπερμαχητικο

θα κλεψω απ τον ηχο του,

και λιγο απο τα ιχνη του

γιατι

πηγαινοντας στην στεπα των προγονων μας

για πολεμο

μας αφησε κατι απο την ανοιξη στον ουρανο

και σημερα θα φαμε ολο τον ισημερινο μαζι

εμας, στο απυροβλητο για σημερα

το γραφανε [ τα ιχνη του ]

παντοτε βεγκαν

ητο

αγαπη μου

του βασιλια

το τρενο.

τα γραμματα το σκασανε

και τοτε τα γραμματα εμφανιστηκανε στην οροφη

της καμαρας

διαφευγανε του χωρου μας και θελαν να πεταξουνε

κανεις δε τα κραταγε στην οθονη μας

απεναντι

κι αυτα προτιμησαν μία γραμμη λευκη

“αποτομη ανυψωση”

κι οι οθονες μας μενανε

στεγνες


16 μόνα μπάιτ σ’ οροφη

ανακατεμενα περνουσανε

τα γραμματα

μαζΙ με χτυπημενο φως

και πεφτανε

μαζι με τιτλους τέλους

και υποχρεωσεις για καλυτερη ζωη

απ τη γαλατια του Οβελιξ

που ολα τα τρωγε

μιά ζωη απο αγριογουρουνα

μες στην κοιλια

που δεν εχει μα και ουτε θα

γραφτει.



οταν ολα πια ειχανε σβηστει

Για ενα λεπτο

η σκηνη ειχε καθοριστει

ξανα

το ζωο πεθανε

αλλα χωρις αυτα

τα 16 μπάιτ

τα χρωματα του ουρανου

χασανε το αρχειο του καιρου,

και θα επεμενε για παντα στ’ασπρομαυρο

οπως το φανταζομασταν

στης πολης

την

παλαμη μας

στα ανοιχτα


τ

α

γ

ρ

α

μ

μ

α

τ

α

ασπρομαυρες ριπες φωτος

περιπου οπως οι εαυτοι μας

στην καταπιεστικη καθημερινοτητα

με το χρονο

που μας υποβαλλουνε

διαθλωνται

μεσα μας

για να εμπεδώσουμε

ολο μαζι

το μαυρο.

στοπ ρουπι

ποτε ποτε σε ακουμπω και

μ’ ακουμπάς

οπως το παλιο τηλέφωνο

με τα πολλα κουμπια

θυμαμαι τις σιωπες

σα με καταπινες

πιο εντονα απ oλη την παρουσια

εκτος απ τη φωνη

που απλωνες

μου εφτανε

ανεπνευσα λιγο οπως το φαγητο σου

βλέπεις

μες στο στομα.

μετα την πολη βαζω εσενα και μετα εμενανε

στο ιδιο το τραπεζι

μια ζωη νικημένοι

Αλλα μας σωζουνε

οι μέρες όσο διαρκούνε

Και οι νυχτες που ακολουθούν

με την παρουσιαση των εαυτων

και οσα μου χαρισες

χαλάλι

σκετα λεπτα που ηταν

και αν σου κραταγα μια τουρτα

δεν θα ητανε μονάχο του

γλυκο

.

Εδω στον τριτο

κρυφτηκανε

20 χρονια και 2 μηνες

απο τοτε που συζουσανε σανζευγαρι

τοσο καιρό ψαχνοντουσαν

αυτος 44 και αυτη

εικοσι-δυό

τελικα γνωριστηκανε χαρις των

τουριστων

στην πολυκατοικία απεναντι

δηλωνει ερωτευμενη

Στην ιδια στεγη που

ο ερωτας

πεθαινει

αυτη Μικρα παιδια

μεγαλωνε

και η νεα πολη

γυρω γυρω

εστιβε

τα εικοσι δυό της

χρονια,

επι δυό

ολος ο υπευθυνος και σκοτεινος

καιρος.

Οπως κατεβαινουν

τον δρομο καποιες

στιγμες

σκετα λεπτα

με αλλα χρωματα

ο δρομος

συνανταει

το παρελθον μας

εκει αναγνωρισα την πισω αυλη

μεσα σε μια μαυρη μπλουζα

ορθωτη

πότε γινοταν κατασπρη

αλλα κι αυτη ερχοταν

η ανηψια της παρακατω,

μες στο μυαλο μου ηταν μία λαμπα

του δρομου μας

μιας εξισου υπερηφανης και σκουρο-πρασινης μας

λεμονιας

στο μυαλο μου καρφωμενη

απο μικρο παιδι

διπλα απτο πηγαδι οταν αποτραβιοτανε

οταν την γνωρισα

μία εικονα

και μία λεξη στον αερα

νομιζω πως και αυτη η νεα

κατω απ την πορτα μου θα

εσπαγε

καπου

σε μιά απ τις μπλουζες της

το ιδιο ή καποιο αλλο

μυστικο



Απ την παλια τη λογικη

αυτην της πολης

απ την

ΠΑΡΑΝΟΙΑ

βγαλε το πα

βγαλε το ρα

ή βγαλε

τηνπρωινημας α-

(γ)νία

και κρατα μοναχα

τον

παρα

ε νά

να ένα

όνειρο

μαυρο διαμαντι

σαν φυτευτο

σαν να ενα δέντρο-με πολλά κλαδια

μες στο μυαλο

τ απεξω μεσα

το ακολουθω

μ ακολουθα

μεσα στη μερα

ανθρωπε

και την πραγματικότητα

που ‘ναι μια ριζα,

να ξεριζωσω ολοτο ρευμα

απ τη στρατοσφαιρα

ειν η γραμμη μου

σε συναντω

μια αντιγραφη

το αγνοω

και με χτυπα

σε καθε κινηση

το δεντρο

λιαζεται με τον καιρο

και γω

διψω

εχθες το βραδυ

κοιμηθηκα

δεν ειχα τυψεις ουτε για

τιποτα

ουτε για σενα

να το γνωριζεις

σ ακολουθω

σαρωνικου απόνερα

χτυπάω μέσα στο βυθό

και χάνομαι

στους στίχους που μας έστυψε

τ’ απόγευμα

ο μαύρος ήλιος και γώ

βαμβάκι με μορφες

τα σύννεφα

διαλύονται

απόγευμα νομίζω φίλε

ή χάνομαι

στ’ απόνερα

ζητάω γλάστρα

πως μας έλλειψες

με λίγο χώμα

να σταθώ

ή να θαφτώ

Σαρωνικος

Πίστεψα πως σήμερα ο ουρανός του ΜακΝτόναλντ μου θα εκραγεί
Και θα βγει από μέσα του ο Ισπανός θεός με το δισκοπότηρο της επιστήμης
Να ζητάει κριτική για τον καινουριο μπουργκερερ, στην ανακαινισμένη χερσόνησο
Και το θεός αληθινός ο έρωτας να επαναλαμβάνω

Μετά να του δείχνω αόριστα τον δίσκο του Σαρωνικου και καπου κει να τον χάνω κάτω απο το κίτρινο φως Εκεί που άφησες τη σκέψη σου να επιπλευσει, και η κοιλιά του κητους σου ησυχασε, παρεα με τα ξυλινα στρατιωτακια, που με απορία και υστερηση βυθίζονταν οπως τα παντα υστερικά στο γαλαζιο της ευτυχίας.

Περασματα

Η δυναμη που χρειάζεται για να χεσεις είναι αντιστρόφως αναλογη της ενέργειας που αποδίδεις σε δημιουργια ή χαος.

Το πνευνατικο χάος αργεί να αποδωσει

Καθώς βρισκόμαστε πιο κοντά

Εξαρτωμαστε από τους γυρω για τους γυρω

Κάθε μίζερη εικόνα είναι δική τους και δική μας

Ο τρόμος απλώνεται πιο όμορφα σε επιπεδα

Ολοι μαζι Επιλεγουμε το χειροτερο

Η αναδρομή εξαρτάται από την αρχή της

Δηλαδή από το τέλος της

Τα ρουχα τους ως εικόνες μας οριζουνε. Όσο και τα λόγια που ακολουθούν.

Οι ταυτότητα είναι περιττή.

Ποιοι είναι;

Φορωντας τα πληρωνουμε έναν φόρο επιτηδευματος .

Μια στολισμένη υπαρξη σκλαβιάς

Όσο μια άλλη ζωη
ΕΛΕΥΘΕΡΗ

Για εμάς.

Ξεπουλημενη.

αρα

άτιμη

Το χρήμα απο τα ρουχα για τα ρουχα εξαργυρώνεται στις ανοίχτες πισινες συνείδησης

Κάτω από το νερό υπάρχουν απελπισμενα γυμνα στρατιώτακια*

Οτι επιπλέει είναι συγχρονισμενη ζωή

εκεί φτιαχνεται η μοδα

Μέσω οσμωσης νεκροζωντανων σωματων

Οι επαγγελματίες πολιτες αποτελουμε τον τακτικό στρατο

Ένας μόνιμας πρεπει να σέβεται κάποιες αρχές

Την κατανάλωση του εαυτου του

των άλλων εαυτών και των ζώων

ως συγγενών.

Για την φυση επιτρέπονται οι διαφορετικές αντιλήψεις και πρακτικες αρκεί να συγκλίνουν με την κατευθυνση των μηχανών και της ανάπτυξης τους

Οι γιωτάδες πολιτες μπορουνε να φοράνε παλιες  στολές. Η Ότι θελησουν

Μέχρι ακόμα και το δέρμα και πιο κατω είναι γυμνοι

Δεν συμμετέχουν συνειδητά στην καταστροφή

Αν και δεν χρησιμοποιούνται καθημερινά σε αποστολες


Στις παρωδικες κρίσεις καίγονται πρωτοι

Και πνίγονται σε δόσεις στις πισινες συνειδησης

για να πιστέυουμε την επιφάνεια

Τα εργοστάσια διαμεσολαβησης πολιτη πόλης καίνε πολιτες καθημερινά αντί για οξυγόνο προς καυση  πολιτών πάσης φυσεως

Οι καλοσχεδιασμένες πόλεις μας καλουν να τις σώσουμε και να πεθαίνουμε μαζι

Για αυτό από τους νέους προτιμουνται οι υπονόμοι της και οι προβλητες.

Εκεί που κάτι κινείται και κατι μενει ευδοκιμούν τα ποντικα.

Το σχέδιο πόλης καλοκοιτάει τα μυαλά μας

Οι τουρίστες πρεπει να τα έχουν όλα Και μας θυμιζουν

Οι ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ σκλάβοι είναι ελευθεροι

Η επίσκεψη είναι σημαντικότερη απ τη ζωη

Οι μαλακες είχαν επιλογή

Τα μυαλά θα μπορουσαν να τα τινάξουν

Ολα ήταν κάποτε Ισοπιθανα

και μοιρασμενα

τωρα τα θελουν ολα.

Η μαζα

Το ένα κιλό δικής σου υπαρξης σκέψης ή χαους

Η ανάγκη ή η δική σου συμβολη

Ονοματιστηκε

ελαφρύ

Και η τιμη “5λεπτα στο ασανσερ”,

γρηγορα ανεβήκαν.


Άλλα που λες πως ειχες βρει

σε ένα στικ τα εβγαλες

Άλλα φοριούνται ευκολα

Που πήγαν;

πεδιο

Το σεξ απέμεινε η μόνη δικη μας αγωνία στη φιλελευθερη υπαρξη μας

για αυτό είναι και ακριβό
Σαν σπορ

και οι υπολοιπες

χωρες ολόκληρες

Χωρίς ονομα και χρονο

(δεν συνεισφερουν στην αναπτυξη)

Ανέκαθεν
Στις γειτονιές μας ανακατεβονταν οι άγριοι με το πνευμα και τον πλουτο και οι τριακονταετιες κανανε πλατη το καμενο βουνο στην πολη

Οι φυσικές φωτιές αποτεφρωνουνε τις καμένες συνείδησεις κυριολεκτικά

Πλεον

Δεν υπαρχει χώρος για κανενα παρκο.

Η αναπτυξιακη δικτατορία αποτυγχάνει να καψει άλλο την κυρια γη και προκαλει απελπισμένα επεισόδια στα κράτη μέλη:

Οι συνείδησεις (ε)πρεπ(ε)ι να καουν πρώτες

Η εποχη μας είναι μια γόνιμη γη

Έτοιμη για να μας κάψει ή να τους κάψουμε
Ότι γλιτωνει θα το καιμε
Με συμμαχο το φεγγάρι θα τη βγουμε στον ήλιο
Και θα τον κάψουμε
Πριν μας καψει
Και οποια παλαιου τυπου εξουσία σταματάει την αναπτυξη

Αναδιάρθρωση

Αποστασεις πολης

Αθηνα

κενο

η αποσταση ξετυλιγεται στα σανδαλια του δρομεα

η αποσταση στο φαναρι,

μας χωριζει

οταν ακολουθω τους δρομους της,

βρισκω τους παντες

νοιωθω πολιτης

αχαιος

εμεις φτιαχνουμε την πολη

αυτή

απο κενο

ενωνουμε τις ζωες

της (πολης) με το

πρασινο και τις κορνες

σαν πουλια

απ’ το βουνο

αυτο που φαινεται και ακουω

πλησιαζω

ερχεται κοντα μα

τρεχω πισω του

και γω.

Μετεγγραφες

Μικρος ημους σιγουρος

πως ο Θουκυδιδης και ο Αριστοτελης

ξερανε το καλυτερο

ποδοσφαιρο

σαν εκεινο τον κεντρικο

ποδοσφαιριστη

του παναθηναικου με τα μουσια

(μου το χε πει η μανα μου)

ο καθενας μπορει να γινει ο,τι θελει

(με το μυαλο του)

το ειπαν οι αρχαιοι.

Ευχάριστο

Στην αυλη ειμαι και παλι

ενα σκουληκι

μεσα στο χωμα

επιστρεφω σε μια

κατασταση διαρκους

αυτογνωσιας*

οταν

ο χρονος μου απλωνεται

απο τη μια ακρη της ( )

μεχρι την αλλη

και τα πρασινα φυλλα

του γερανιου

γινονται

οι παραλιες

που επισκεφτηκα

ή θα

επισκεφτω.

Μεσα στο σκοταδι

παλι

η ελια μου μοιαζει

με λουλουδι

ασπρο σαν αστρο

φωτεινο σαν βουκαμβιλια


ανακατευεται και με φοβιζει

η βιαιη κινηση

συγχρονισμενη αλλά ανακατη

στα φυλλα ή κλαδια της


σαν τον κοινο μας

χρονο

ο αερας λογικης

κλεβει

αφηρημενα

την απνοια και τη ριπη

απο καθε

μονο του

ante ελιας

κλαδι.

Πο(τ)ε

Δεν τον τελειωσα

βαριομουνα

ποια κατσαριδα

το 80,

εξαλλου

εγω μεγαλωνα

στα χωραφια

και ειχα μαθει

τον πολεμο

σε τηλεορασεις και

αυλες

Η αδερφη μου

διαβαζε

Πόε.

Ητανε τριων οταν

γεννηθηκα.