Μια ωδη στην ποιηση

Ενα κομματι φυλλο χαρισμενο

στον βρυκολακα της νιοτης

στα στενα να χωρεσει το οτομπιανκι

μεσα απο πετρες

κατω απο τα νερα να μην βραχει.

Και η σελιδα τωρα αναποδα βαρει

καθως αντιστεκεται ως χαρτι

του απειρου αδερφη,

να μην γουσταρει να οριστει

ποιον ποτε και γιατι

θα παντρευτει.

Αυτη ειναι η οπτικη του χαρτιου

που ειναι ο μαστορας και ο αρχηγος

του μολυβιου ο οδηγος

η διαχρονικη αρχη

η αλλαγμενη χιλιες φορες απ’ τη ζωη.

Αυτου του ηρεμου χαρτιου

πως χαιρομαι να γαργαλω τη νηνεμια

γραφοντας πραγματα και κωδικους

που δεχεται ανυποψιαστα οικεια.


Μια δευτερη κολλα για επιβρανδυση

που θα επιβεβαιωσει το ακυρο

το οτομπιανκι να γυρνα στα αοριστα στενα

παγιδες των μυαλων

ζητωντας εξιλεωση για την μαρκα του τη φθονερη

το αντιθετο του πρωτου δηλαδη

πεσμενο στα τεσσερα

στο ποιητικο πιεστηριο.

Αποδομημενος λογος ορφανος

ποια η αξια

παρα ισως δα να ομολογα τα αδικημενα της νιοτης

τα λαθη

τις μισες ζωες του υστερα

αυτες που περιμενουνε να τις ζησουμε

τον φοβο και τον φθονο

που σκαλισανε την πληγη.


Οχι πολεμους στα συνορα ουτε στις πολεις μας

μη καρτερας δεν ειχαμε εμεις

μα μεσα στα αυτοκινητα τα ες αρ γιου βι

και στα μυαλα χωμενους

δικους μας αποκλειστικους πολεμους

που μεταφερθηκανε στο θυμα

αγαπητοι

να το κρατανε ομηρο απο κοντα παντου

χωρις καταφυγια για να κρυφτει

με τη γλωσσα ηθοποιο για στρατηγο

και την πραξη αμνημονευτη

οριστικο θανατο κενο

ατιμωρητο κοινωνικο οδηγητη.

Leave a comment

Your email address will not be published. Required fields are marked *