στοπ ρουπι

ποτε ποτε σε ακουμπω και

μ’ ακουμπάς

οπως το παλιο τηλέφωνο

με τα πολλα κουμπια

θυμαμαι τις σιωπες

σα με καταπινες

πιο εντονα απ oλη την παρουσια

εκτος απ τη φωνη

που απλωνες

μου εφτανε

ανεπνευσα λιγο οπως το φαγητο σου

βλέπεις

μες στο στομα.

μετα την πολη βαζω εσενα και μετα εμενανε

στο ιδιο το τραπεζι

μια ζωη νικημένοι

Αλλα μας σωζουνε

οι μέρες όσο διαρκούνε

Και οι νυχτες που ακολουθούν

με την παρουσιαση των εαυτων

και οσα μου χαρισες

χαλάλι

σκετα λεπτα που ηταν

και αν σου κραταγα μια τουρτα

δεν θα ητανε μονάχο του

γλυκο

.

Εδω στον τριτο

κρυφτηκανε

20 χρονια και 2 μηνες

απο τοτε που συζουσανε σανζευγαρι

τοσο καιρό ψαχνοντουσαν

αυτος 44 και αυτη

εικοσι-δυό

τελικα γνωριστηκανε χαρις των

τουριστων

στην πολυκατοικία απεναντι

δηλωνει ερωτευμενη

Στην ιδια στεγη που

ο ερωτας

πεθαινει

αυτη Μικρα παιδια

μεγαλωνε

και η νεα πολη

γυρω γυρω

εστιβε

τα εικοσι δυό της

χρονια,

επι δυό

ολος ο υπευθυνος και σκοτεινος

καιρος.

Οπως κατεβαινουν

τον δρομο καποιες

στιγμες

σκετα λεπτα

με αλλα χρωματα

ο δρομος

συνανταει

το παρελθον μας

εκει αναγνωρισα την πισω αυλη

μεσα σε μια μαυρη μπλουζα

ορθωτη

πότε γινοταν κατασπρη

αλλα κι αυτη ερχοταν

η ανηψια της παρακατω,

μες στο μυαλο μου ηταν μία λαμπα

του δρομου μας

μιας εξισου υπερηφανης και σκουρο-πρασινης μας

λεμονιας

στο μυαλο μου καρφωμενη

απο μικρο παιδι

διπλα απτο πηγαδι οταν αποτραβιοτανε

οταν την γνωρισα

μία εικονα

και μία λεξη στον αερα

νομιζω πως και αυτη η νεα

κατω απ την πορτα μου θα

εσπαγε

καπου

σε μιά απ τις μπλουζες της

το ιδιο ή καποιο αλλο

μυστικο



Απ την παλια τη λογικη

αυτην της πολης

απ την

ΠΑΡΑΝΟΙΑ

βγαλε το πα

βγαλε το ρα

ή βγαλε

τηνπρωινημας α-

(γ)νία

και κρατα μοναχα

τον

παρα

ε νά

να ένα

όνειρο

μαυρο διαμαντι

σαν φυτευτο

σαν να ενα δέντρο-με πολλά κλαδια

μες στο μυαλο

τ απεξω μεσα

το ακολουθω

μ ακολουθα

μεσα στη μερα

ανθρωπε

και την πραγματικότητα

που ‘ναι μια ριζα,

να ξεριζωσω ολοτο ρευμα

απ τη στρατοσφαιρα

ειν η γραμμη μου

σε συναντω

μια αντιγραφη

το αγνοω

και με χτυπα

σε καθε κινηση

το δεντρο

λιαζεται με τον καιρο

και γω

διψω

εχθες το βραδυ

κοιμηθηκα

δεν ειχα τυψεις ουτε για

τιποτα

ουτε για σενα

να το γνωριζεις

σ ακολουθω

σαρωνικου απόνερα

χτυπάω μέσα στο βυθό

και χάνομαι

στους στίχους που μας έστυψε

τ’ απόγευμα

ο μαύρος ήλιος και γώ

βαμβάκι με μορφες

τα σύννεφα

διαλύονται

απόγευμα νομίζω φίλε

ή χάνομαι

στ’ απόνερα

ζητάω γλάστρα

πως μας έλλειψες

με λίγο χώμα

να σταθώ

ή να θαφτώ

Leave a comment

Your email address will not be published. Required fields are marked *