αφηρημένη σχέση

με βαρα δεν με βαρα

για να ξεδιπλώσει

το χρόνο

έβγαλε όλα τα κουμπιά

από τα στήθη

και πέταξε σα μυγα

πιο όμορφη από τέρας

πρωτα στη πόρτα και ύστερα στο τζαμί

μετά απάνω του


αυτός

στο απόλυτο σκοτάδι

είχε καλυφθεί με φαγητό

τον έγλυψε

ο αγαπημένος της ο άνθρωπος

της βγήκε μαύρος άνθρακας

από τα φύλλα εφημερίδας

την χτύπησαν τα γραμματα

που διάβαζε

αναζητείται

φονιάς μυγών.


αυτός

συνέχιζε το άρθρο του ενώ

αυτή

το φως της έσβηνε

μέσα στο χρόνο

όπως και αυτό του φεγγαριου

της έμενε να καρτερει

τρεις αναπτήρες

πάνω στο τραπεζει

ο ένας κίτρινος

ο άλλος μωβ

και ένας εμπριμέ

ανάβανε και σβήνανε

τυχαία η σειρά

και αυτή ακόμα τον περίμενε

λίγη φωτια

Αυτός

Ήταν έτοιμος καιρό να πάει να τη βρει

Και αυτή από καιρό
ετοιμάζονταν

Γενικά τα είχαν βρει

Θα προσπαθούσαν να καθίσουν δίπλα δίπλα

μετά θα της ακουμπούσε το πόδι


Μετά θα δοκίμαζαν να φιληθούνε

αλλά πέρα απο κεί δεν ξέρανε ακομα τι


αυτός μάλλον θα το προχωρήσει

αυτή μάλλον θα δεχτεί

ήτανε σίγουρος

όπως κι αυτή

τα βραδυα τον σκεφτοτανε

στην επόμενη συνάντηση

αν και δεν θα ήτανε ποτέ της σίγουρη

αυτός αυτήν αυτόν αυτή

πόσο ισοπιθανα όλα συμβαίνανε

μέσα στα μην

αυτοί επιμέναμε

σε κάθε ιδεατή συνάντηση αλλάζανε

τον τροπο της

να μην βαριούνται

μια διαφορετική πάντα σκηνή

με άλλη διάρκεια

ενώ λουζόταν κάποια ώρα

ενώ πετούσαν τα πουλιά

ή στην κουζίνα

τελικά

τα εξαντλήσανε όλα τα λεπτά

στο χώροχρονο επαφής

μέσα στο μυαλό τους

με τους τέσσερις νόμους

και τις τρεις πόρτες

είχανε τελειώσει κι οι δυό τους μέρες τώρα

ενώ οι ώρες έξω τους

περνούσαν βιαστικα

χωρίς να χει συμβεί τιποτα

βρεθήκαν ξαφνικά στην πορτα

και την ανοίξαν και την κλείσανε

μαζί

μετά χαθήκανε

το κράτος υπάρχει

εκεί που δεν το περιμένεις

στο μουνί της

και στο πουτσο του

σε κάθε κράτος ευδοκιμεί

το παρακράτος

στ’ αρχίδια τους

δεν θα γαμιόντουσαν ποτέ

Τελικά το σύνταγμα στα νεοτερα κράτη

αποτυπώνει

μια κοινή ηθική των πολιτών

όπως οι τρόποι στο τραπέζι

πως να φας πως να πλυθεις

η να μασάς

Ύστερα από αυτή τη σκέψη

επιστρέψανε στα μάτια τους

Εκεινη άλειψε με κορεατική αλοιφή

το δέρμα της

έγινε πάλι μαλακό

εκείνος ονειρευόταν

μακαρόνια λάδι και βασιλικό

αγκαλιαστήκανε

Όλο το βράδυ φαγωνόντουσαν

το πιάτο είχε ένα μαχαίρι

και αυτοί κερδίζανε ζουμιά

ευτυχισμένοι, αγκαλιάζανε όλα τα βουνά

είχε φεγγάρι

είχανε ξαναβρεθεί σε κάποιο αεροδρόμιο

πριν απο μια γαμημενη πτηση για τη Θεσσαλονίκη

ύστερα οι Αλπεις

κάπου εκεί εκείνο κρύφτηκε

έτσι κλειστήκανε κι αυτοί

κάμποση ώρα

πίσω από τόσα σύννεφα

το πρωί κάνανε και οι δυό τους εμετο

και έβρεχε

κάποιοι αυτο το λένε κάθαρση

εκείνη έφευγε για ένα οχτάωρο δικό της

και κεινος στη κουζίνα του μαχαιρωμενος

αυτή επέμενε να οδηγεί

ακούγανε την ίδια μουσική

κάποια στιγμή την έφτασε

ήτανε επιτέλους η μάνα με τη μάνα του

ή όποια μάνα τελοσπαντων τους βγήκε όλων στη στιγμή

Στο τέλος δεν κάνανε έρωτα

φτιαχνόντουσαν μονάχα με τη φορά

ή με τη μερα

ή όποτε ποθούσαν αλλαγή

Αυτή ήταν ντροπαλή

και κεινος παραπανω

Για να μη τα πολυλογω

δεν τα χαλάσανε ποτε

μα ούτε και τα φτιάξαν

Δεν είχε η σχέση τους παράλογα από τον κόσμο των ξωτικών

δεν είχε αυτή φτερά

εκείνος δέρμα

αυτή του φώναζε εκείνος εσπαγε

και βάραγε το σώμα της να ακούσει άλλο ενα

επιτέλους

τα βρήκε με τη μάνα του

αυτή

όσο για τον πατέρα

αυτός

ήταν θαμμένος ως πνοή

κάτω από μία ξύλινη ελληνική σημαια

με τιμιο σταύρο την οικογενειακή τους

θαλπωρή

Leave a comment

Your email address will not be published. Required fields are marked *