ένας κύκλος
ή τιποτα
γυρνάς
όμορφα – ασχημα
μπορει
–
ονοματα
τα παντα
και υποθεσεις
όλα στο μπλε
μες στο μυαλο
κι από το πηλίκο
ποτέ δεν λείπει
τίποτα
σε αποστασεις
από δέκατα
όλα έχουν μαζευτεί
και με χιλιάδες δοντια
η πίστη
οπως και το
τηλεφωνο
στο μπανιο μου
με βρέχουνε
μου λες
υστερα μαζι
ο χρονος
το υποκειμενο
ζεσταίνει και ζεσταίνεται
μέσα στην πόλη
γενικά
όπου το πάμε
μας πηγαινει
κάτω το χωμα που ακουμπάς
ο έρωτας που κάναμε
κι οι τρυπες μίας γης
ολα σκεπασματα – παγιδες:
– κάθε μέρα που ξυπνάς
– ο ηλιος μοναχός big boss, όλο φωνάζει
– η κλεφτόφωτος αγνη να κοκκινίζει απ’ τη ντροπή
– το φως συνέχεια αργοπορημένο
απορείς
πως γίνεται πάντα
να φυτρωνεις
λίγο αργοτερα
Ή συνεχεια
στο τωρα
χιλιες οι λεξεις
κανεις μας δεν τις πρόλαβε
ποτέ
—
οπως και να γυμναζεις το κορμι σου
τα χερια
ή το μυαλό
κατεβαινοντας εκεινο δα τον φραχτη
ασφαλώς
τα απογεύματα της πολης
τα πόδια σου
στις υποθέσεις
μπερδευτήκανε
το τελος κι η πηγη του
ή και τα δυο ενενήντα ένα
τ’ ατομα ή μερικες χιλιαδες
οι φωνες το μέλλον μας
την κόλαση
μες στο παραδεισο μας δείχνουνε
αφού ξεχάσαμε
την κόλαση
στο τώρα
–
αργότερα
δουλειά δουλειά δουλεια
κοιτάζοντας τη σύνταξη
στα μάτια
η γλώσσα κατακόκκινη
και βρώμικη
με τοσα δα σπυρια
κιη πλάτη της τι
όμορφη
της χτίζεις
δευτερολεπτα
μια κατηφόρα
δρόμος
με ένα γέλιο μες στον ήλιο
από τα καμινια
περνά ο καφές
για το νοσοκομείο
ασφάλιση ή απωλεια
αφεντικο ή κόλαση
όσο πηγαίνεις για τον επόμενο
που πλήρωσε το φαγητό
στο ανσασερ
κρατάς γερά τα εύσημα
στο στόμα
–
κι η πόλη μια Αγία
γιορτάζει κάθε μέρα μα λιγοστεψε
τα χρόνια της χαθήκανε στα χρόνια
πόλη Αγία τράπεζα
χιλιάδες χρονια μας χαριζονται
στην κάθε επόμενη Μας
κλήρωση
μία στιγμή διεκπεραίωσης
συνολικής
–
τα τελευταία
χρόνια μας
μια στριπτιτζου
με όνομα
το χρώμα μας
τα έπνιξε
δέκα λεπτά
όλα ρουα
στο χώμα.