Μια γειτονιά από γουρούνια και γάτες

Είμαι ένας ράκος

Κάποτε πίστευα στη
μερα
Ύστερα η μερα χάθηκε
ύστερα χάθηκε κι η νύχτα
Μετά ήρθε το πρωί
Καμία συγκίνηση μονάχα κάποια φώτα
Και πίσω από το αμάξι
ολο χώμα

Tο πρωί τα πόδια μου καήκαν
Τα εσβησα με ούζο
Μετά τα πόδια μου τρωγοντουσαν και πάλι


Αν μένει κάτι
Είναι ο ήλιος πάνω από τα πάνω-κάτω κύματα που χαζευουνε το κάστρο
Και από κάτω την Αφρική
Και αυτό το τόσο βαθύ μπλε
με γκρι ανατολης

Η σημαία σταματά την ευρωπη αποτομα
απο κατω
ολα ειναι αγνωστα
και πολυτιμα

Έχω πεθάνει κάποιες μέρες τώρα
όπως όλοι μας
Αν το καλοσκεφτείς

Όλο τον καιρό ..

Είδα το φεγγάρι
Απλώσα τα χέρια στο νερο
Απέφυγα τα σαλιγκάρια
Θαύμασα μια κότα μετανάστης
Ξαναγάπησα τη γάτα ντ’αρτανιαν
συνεμπασχα μ’αυτή χωρίς αυτιά
Είδα πολέμους βρυκολάκων στην αυλη
Και το βραδυ Χαζεψα μια κατσαρίδα Δον Κιχώτη
Και τι άλλο δεν έκανα δεν θυμάμαι

Δηλαδη μικρη επαφη με την πραγματικητα

Ευτυχως
Το πήρα αποφαση εγκαιρως

Τα ποιήματα μου δεν είναι για κανέναν
ουτε και σημαινουν κατι

Τα γράφω εγώ και τα διαβάζω που και που
Και ακούω και τη μουσική
Ύστερα μου αρέσουν γιατί τα έγραψα
Άλλες φορές τα σιχαίνομαι για τον ίδιο λόγο ή γιατί δεν διαβάζονται
ή γιατί δεν θα πρεπε να χουν γραφτει
Και πολλες, γιατί έχουν λάθη
που θα μπορουσα να χω βρει
Κρίμα εμενα μου αρεσανε


Καψτε τα όλα στην αυλη.

Αν συμφωνούσατε θα φαινότανε

“Να προσέχουμε
την επαφή μας με τις λέξεις”

Κανένα δελτίο ειδήσεων δεν γνωρίζε ποτέ τίποτα
Κάθε βόμβα αποφασίζει μόνη της ποιον θα χτυπήσει και γιατί

Μόνο αυτή η κοπέλα με το κιουνεφε
Πόσο απλά μιλούσε
Σαν να ηξέρε πως θέλω να την ακούσω και μιλάει σαν να είμαι όλη η πλατεία κοιτώντας με για λιγο
Μου λειαίνει όλα τα κύματα που ζωγραφίζω για να ανέβω

Και η χροιά της φωνής της που συμφωνει με όλα τα λόγια σηκώνοντας τον χρόνο

Και ύστερα επιμένει
Όταν δεν έχω καμία επιπλέον ανάγκη να την αγαπώ

Πως μπορω να την πυροβολω?

Παρόμοια και κείνη η προβλήτα
Όταν κατεβαίνεις για την άμμο
Και σου ακουμπάει το χερι

Ύστερα ανεβαίνεις
και της αφήνεις τα σκουπιδιΑ

Και περνάς από ενα σαν τέμενος
Στην άκρη βλέπεις παππούδες με άσπρες βράκες

Σαν σκούρα σεντόνια.

Ό,τι βλέπεις στις εικόνες υπάρχει λίγο παρακατω

Και χαϊδεύει την απαθειΑ μας

Όπως όλη η πραγματικότητα που απωθούμε για να ζήσουμε τα σημαντικα

και να συνεννοηθούμε στη συνενοχή

Όταν ουσιαστικά “μιλάνε άλλη γλώσσα”
δεν υπάρχει επαφή μόνο μνημεία
χωρις ονομα.

Leave a comment

Your email address will not be published. Required fields are marked *